Τετάρτη 7 Απριλίου 2010

Σωτήρης Δημητρίου, Η φλέβα του λαιμού, Διηγήματα, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ


Στις μέρες μας η μικρή φόρμα, το διήγημα ακολουθεί τους δικούς του δρόμους, κόντρα στην εκδοτική αντίληψη, που το θέλει παραγκωνισμένο. Στην μετανεωτερική εποχή, το αναγνωστικό κοινό, στερημένο απ’ τις Μεγάλες Αφηγήσεις του παρελθόντος, έχει στραφεί στην εκτενή αφήγηση του μυθιστορήματος. Παρόλα αυτά, «το έργο τέχνης είναι κάτι πολύ περισσότερο από τα εμπορικά δεδομένα του» (Adorno).
Ένας από τους τεχνίτες της μικρής φόρμας, που κρατούν «ζωντανό» το διήγημα, είναι ο Σωτήρης Δημητρίου. Η τρίτη του συλλογή «Η φλέβα του λαιμού», βραβευμένη από το περιοδικό Διαβάζω το 1999, περιέχει 18 διηγήματα, που είχαν αρχίσει να δημοσιεύονται ήδη από το 1991 σε εφημερίδες και περιοδικά. Η συλλογή του είναι, λοιπόν, προϊόν μακράς επώασης και έρχεται σε αντιστοιχία με το επεξεργασμένο βιωματικό ανθρώπινο τοπίο που εκφράζουν.

Το ερωτικό στοιχείο κατέχει την πρωτιά. Από το διήγημα «Οι αναπόγραφοι», που φαντάζει σαν πίνακας ζωγραφισμένος στο χακί του στρατού, με τις «ροζ» πινελιές του αγκαλιασμένου ζευγαριού των γερόντων, μέχρι την εκπληκτική «Φλέβα του λαιμού», με την πηγαία ερωτική ορμή του ανάπηρου κοριτσιού προς το νέο άντρα, εραστή της μητέρας του, όπου συντελείται και η κορύφωση της γραφής του Δημητρίου.
Μεσολαβούν: το «Ως κόρην οφθαλμού», που εξιστορεί την κατάληξη του καθυστερημένου απογαλακτισμού ενός άντρα, που περνάει μέσα από την απώλεια της στερημένης τον σαρκικό έρωτα αγαπημένης του. Η «Γλύκα στο στόμα»: η ερωτική ιστορία μιας χήρας, που απολάμβανε τη γλύκα του συζύγου της στο στόμα, κι όταν ενέδωσε στην πρώτη της ερωτική περιπέτεια, από το ίδιο στόμα εκτόξευσε ύβρεις εναντίον του. Ο «Μπλεκ»: η καλοκαιρινή ερωτική ιστορία του αφηγητή με τη «φευγάτη» Τίνα, που διαβάζει «Μπλεκ». Το «Χαλασμένο χωριό»: η ιστορία ενός σκουπιδιάρη, που οι γυναίκες τον απορρίπτουν λόγω επαγγέλματος, κι αυτός με τη σειρά του απορρίπτει μια νοικοκυρεμένη πολιτική πρόσφυγα. Η αιμομικτική σχέση στα «Έρημα σύρματα». Το «Δεν είναι τίποτα, θα περάσει», με την ιστορία της θυσίας του Κωστάκη, που έγινε σαν μάνα στη τρελή μάνα του. Η σχέση του άντρα, που θεωρούσε τον εαυτό του ευνοημένο απ’ τη φύση, με το λούστρο και η ερωτική παρενόχληση του τελευταίου στο «Τοκ, τοκ-τοκ, τοκ». Και τέλος το «Σχώρα με», με τη βασανισμένη ζωή μιας προκομμένης γυναίκας με τον φιλάσθενο άντρα, που όμως τον αγάπησε πολύ κι όταν πέθανε, του ζήτησε συγχώρεση για τους πειρασμούς που είχε.
Οι εμπειρίες από την ζωή στην πόλη, την Αθήνα και τη ζωή του στην ύπαιθρο συλλέγονται και μετατρέπονται σε λογοτεχνία. Η νοσταλγία για τον γενέθλιο τόπο, που δεν παραμένει σε μια καθαρή «στατική χωρικότητα» (Σαρτρ), αλλά εναλλάσσεται με την τροχιά της διαμορφούμενης τάξης πραγμάτων. Στο «Πάσχα τ’ Απρίλη» στο χωριό του, τη νοσταλγία διαδέχεται η ερήμωση και η απώλεια. Στο «Μοναχό κλωνί» η μεταλαμπάδευση της αγάπης ενός πατέρα, που ζει στο χωριό, από το γιο στον εγγονό, που τελικά τού τον παίρνουν κι αυτόν τα ξένα. Στο «Σαν χελιδόνια, λέλε μου», η υιοθεσία του Μπόσκου, ενός Σερβόπουλου, που μένει στο χωριό τού αφηγητή για έξη μήνες. Το «Καλοκαίρι στα σώματα, καλοκαίρι στις καρδιές» είναι, τέλος, το καλοκαίρι στην γενέθλια γη τού αφηγητή, εν μέσω οικολογικών ανησυχιών του συγγραφέα.
Ο Δημητρίου, τοποθετώντας ως χώρο δράσης το χωριό του αφηγητή – στην πραγματικότητα ο αφηγητής είναι ένα alter ego του ίδιου του συγγραφέα –, βρίσκει την ευκαιρία να αναπολήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του σαν «ανεπανόρθωτο είναι» (Σαρτρ), που αγάπησε και έχει παύσει να κατέχει τις αγαπημένες ιδιότητες στο πέρασμα του χρόνου.
Το διήγημα «Κατά τις πεντέμισι» ξεφεύγει από το επαρχιακό τοπίο και μιλά για τη ζωή στην Αθηναϊκή πολυκατοικία, με αφορμή τη μπαργούμαν ένοικο, που έβαζε δυνατά τη μουσική. Το βιωματικό στοιχείο που χαρακτηρίζει την πλειονότητα των διηγημάτων αποδίδεται κι εδώ ιδιαίτερα εύστοχα και είναι αναγνωρίσιμο απ’ όσους έχουν ζήσει ή ζουν σε πολυκατοικίες.
Τον συγγραφέα ελκύουν οι ακραίες παθολογικές καταστάσεις, αλλά και καταστάσεις που προκαλούνται από το κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον. Τις ιδιοποιείται. Τύποι απόκληροι, ιδιόρρυθμοι και αποκλίνοντες ζωγραφίζουν τις σελίδες της συλλογής, με τον αφηγητή να στέκεται στο περιθώριο, χωρίς όμως να απομακρύνεται από κοντά τους. Μερικές φορές ελκύουν το θαυμασμό του, όπως ο Στέλιος, ένας εργάτης που φορά πάντα κουστούμι κι ένα μεγάλο άσπρο κασκόλ, ξενυχτά και καπνίζει αδιάκοπα κι οι μαθητές κρέμονται από τα χείλη του, στο «Πέρασμά του». Άλλες φορές τη συμπόνια, όπως ο Πιτσιρίκ, ο μοναδικός λευκός μιας παρέας γύφτων, ορφανός πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία, στο «Γιαβρί μου». Τέτοιοι τύποι υπεισέρχονται και στα ερωτικού κυρίως χαρακτήρα διηγήματα, όπως ο σκουπιδιάρης του «Χαλασμένου χωριού» ή ο Κωστάκης στο «Δεν είναι τίποτα, θα περάσει».
Στις «κούκλες», ένα διήγημα τρόμου, που μια υστερική με τη σωματική υγιεινή μάνα προκαλεί το θάνατο του παιδιού της, ο Δημητρίου αποκλίνει από τη συνηθισμένη θεματολογία του και δείχνει να πειραματίζεται στο είδος.
Η γλώσσα των διηγημάτων ενσωματώνει το Ηπειρώτικο ιδιόλεκτο και συνδηλώνει με τις υπόλοιπες αναφορές έμπρακτα την καταγωγή του συγγραφέα-αφηγητή. «Η ύπαρξή μας είναι πρώτα κληρονομιά», όπως λέγει ο Derrida.
Η προφορικότητα του λόγου, συνδυαζόμενη με τη λιτότητα της έκφρασης και την αποφυγή συμβόλων πίσω από τις λέξεις, οδηγεί σε τέτοιο μέγεθος πυκνότητας, που η μικρή φόρμα αποκτά νοητό μέγεθος κατά πολύ μεγαλύτερο της συντομίας της. Η γραφή του Δημητρίου αγγίζει την ψυχή με την ένταση της αιχμής της σκληρότητας του βιωματικού υλικού, που πραγματεύεται με την ελάχιστη κρίση πάνω του. Τα απόκρυφα τοπία δεν ανιχνεύονται, παραδίνονται στον αναγνώστη σαν αφυπνιστικές διαστολές μιας φθαρμένης καθημερινότητας, διαπροσωπικών σχέσεων, σχέσεων του ατόμου με την εσωτερική του εικόνα στο χρόνο. Το ανθρώπινο σύμπαν αποστάζει τις αθεράπευτες περιπλανήσεις του στη σκηνή της αφήγησης, τις απρόβλεπτες ασυνέχειες μιας φαινομενικά γνωστής πραγματικότητας. Όπως λέγει ο ποιητής:

η ψυχή είναι δεσμώτις, που κρατείται κάτω από ανθρώπινες συνθήκες,
Σε αιώρηση, ανίκανη να προχωρήσει πέρα
Από το βλέμμα σου καθώς διασταυρώνεται με την εικόνα.*


John Ashbery

* Απόσπασμα από το ποίημα «Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο», σε μετάφραση Χάρη Βλαβιανού, εκδ. Νεφέλη

Δημήτρης Παλάζης, 30/06/2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου