Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

Το Γάλα του Βασίλη Κατσικονούρη


Η Ρήνα με τους δυο της γιους, τον Αντώνη και τον Λευτέρη, είναι Ρώσοι μετανάστες στην Ελλάδα.. Οι συνθήκες είναι δύσκολες. Ο Λευτέρης, ο μικρότερος γιος, πάσχει από σχιζοφρένεια και αντιδρά στις θεραπευτικές αγωγές.
Ο Αντώνης, δείχνει να έχει προσαρμοστεί καλύτερα στις συνθήκες ένταξης στην ελληνική κοινωνία. Πρόκειται μάλιστα να παντρευτεί τη Νατάσα, μια ευκατάστατη ελληνίδα, κόρη του αφεντικού του.
Η Ρήνα δείχνει αδυναμία για τον πάσχοντα Λευτέρη και εκ του γεγονότος ότι δεν γεύτηκε ποτέ το μητρικό γάλα…
Σε πρώτο πλάνο, οι τρεις βασικοί άξονες του έργου είναι η σχιζοφρένεια, η μετανάστευση και ο κοινωνικός αποκλεισμός και η σχέση μητέρας-γιού. Σε δεύτερο και βαθύτερο πλάνο τίθεται το ερώτημα των ανθρώπινων σχέσεων.
Ο Λευτέρης που έχει το ελεύθερο του ψυχασθενούς παραπονιέται ότι δεν τον αγαπούν. Το γάλα, προϊόν του μητρικού στήθους, συμβολίζει τη μητρική αγάπη, την αγάπη γενικότερα. Αυτό το ‘γάλα’ αναζητεί ο Λευτέρης, κάτι απ’ το οποίο δείχνει να έχει παραιτηθεί ο μεγάλος του αδερφός, χάριν της ένταξής του στην ελληνικής κοινωνία.

Η ένταση διαδέχεται την τρυφερότητα, το όνειρο τον εφιάλτη, η πραγματικότητα την ψευδαίσθηση και το αντίστροφο. Υπάρχει παλμός στο έργο. Ο Κατσικονούρης δεν χτίζει πάνω στη γλώσσα, αλλά πάνω στα επίπεδα των νοημάτων του.

Οι σημύδες που πλαισιώνουν το σκηνικό του Γιάννη Βάμβουρα δείχνουν ακριβώς αυτό το στοίχειωμα της ρώσικης ψυχής στον ξένο τόπο, δείχνουν τις ρίζες που είναι παρούσες.
Η ερμηνεία του Δημήτρη Πατσή (Λευτέρης) βρήκε γρήγορα το ρυθμό και την ένταση που απαιτείται. Ο Στέφανος Κοσμίδης (Αντώνης) και η Άνθη Κόκκινου (Νατάσα) κινήθηκαν στα πλαίσια των ρόλων τους. Η Άννα Βαγενά, που ήταν και σκηνοθέτης της παράστασης, αντιμετώπισε το ρόλο της Ρήνας μ’ ένα μείγμα συμμετοχής και αποστασιοποίησης.

Η ιστορία του Κατσικονούρη δεν είναι μόνο μια συγκινητική ιστορία. Είναι το υπαρξιακό ανθρώπινο δράμα σε μια μορφή εκδήλωσής του.

Το Γάλα του Βασίλη Κατσικονούρη

Σκηνοθεσία: Άννα Βαγενά
Σκηνογραφία:
Γιάννης Βάμβουρας (πάνω σε μια ιδέα της Άννας Βαγενά)
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική επιμέλεια: Άννα Βαγενά
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ελένη Πολιτοπούλου

Διανομή:
Μάνα: Άννα Βαγενά
Λευτέρης: Δημήτρης Πατσής
Αντώνης: Στέφανος Κοσμίδης
Νατάσα: Ανθή Κόκκινου

Θέατρο Μεταξουργείο, Ακαδήμου 14, Μεταξουργείο
Τηλέφωνο: 2105234382

Δημήτρης Παλάζης, 5/11/2010

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

Τα Ποιήματα Α΄ και Β΄ του Νίκου Καρούζου


Ο πρώτος τόμος των ποιητικών απάντων του Νίκου Καρούζου (1926-1990), Τα Ποιήματα Α΄, καλύπτει την περίοδο 1961-1978 και περιλαμβάνει τις συλλογές: Ποιήματα, Η έλαφος των άστρων, Ο Υπνόσακκος, Πενθήματα, Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες, Χορταριασμένα χάσματα, Απόγονος της νύχτας.
Ο δεύτερος τόμος (Τα Ποιήματα Β΄) καλύπτει την περίοδο 1979-1990 και περιλαμβάνει τις συλλογές: Δυνατότητες και χρήση της ομιλίας, Ο ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα, Μονολεκτισμοί και ολιγόλεκτα, Φαρέτριον, Αναμνηστική λήθη, Αντισεισμικός τάφος, Συντήρηση ανελκυστήρων, Νεολιθική νυχτωδία στην Κρονστάνδη, Ερυθρογράφος, Λογική μεγάλου σχήματος, Ευρέσεις από κυανό κοβάλτιο.

Ο Νίκος Καρούζος, ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, παραπλανιέται στα βάθη της ύπαρξης με πλήρη επίγνωση του θρυμματισμού των οραμάτων, της απουσίας τους, της αναγκαστικής μόνωσης του ανθρώπου. Παρόλα αυτά αναζητά τον οραματισμό, μέσα από μια μυσταγωγία της απόγνωσης, πάνω στην ρευστότητα των θραυσμάτων οραμάτων που είδαν το φως της αποτυχίας. Ξεδιπλώνει ένα λόγο λυρικό, τρυφερό, οργισμένο, ελλειπτικό, ένα μίγμα καθημερινού λόγου και λόγιου, ένα λόγο που πάλλεται από το φως στο σκοτάδι, από το φιλοσοφικό στοχασμό στη μυστικιστική προσέγγιση. Ο χρόνος και ο τόπος εναλλάσσονται μέσα από μια διαλεχτική σχέση εγγύτητας και απόστασης, χρωματίζονται απ’ τη διάπυρη ύλη του πάθους, της οργής, της υπαρξιακής έκρηξης.
Οι στίχοι του κατακλύζονται από το θείο, τον έρωτα και το θάνατο, την ταπείνωση, την απουσία, και βρίσκουν το δικό τους εναλλακτικό δρόμο σε μια εποχή γεμάτη ξεφτισμένες ιδέες και λέξεις που έχουν μετατραπεί στην σκιά τους. Ίσως γι’ αυτό ο ποιητής επιλέγει να περνά από εικόνες και αποφθέγματα μεγάλης ακρίβειας σε παραληρηματικούς τόνους γεμάτους πάθος και μελωδίες πόνου και στέρησης. Ή περνά από την καθημερινή, δήθεν μικρής σημασίας πάλη της ζωής με το θάνατο στο Άγνωστο, στο Άρρητο, στο Ασύλληπτο, εκείνο που μας διαφεύγει και ο ποιητής θέλει να μας κάνει να το αισθανθούμε, να δούμε ότι υπάρχει, πασχίζοντας να διακρίνει το μεγάλο μέσα στο μικρό, το ουσιώδες μέσα στο τετριμμένο.
Ο ποιητής συνομιλεί με σημαίνοντα πρόσωπα του απώτατου παρελθόντος ώς το σήμερα. Η ευρυμάθειά του και η ευφυΐα του είναι πρόδηλες και τις χρησιμοποιεί κατάλληλα για να εμβαθύνει και να ενώσει στη βάση της την ανθρώπινη Ιστορία. Η κριτική σου σαρκάζει και επιτίθεται εναντίον της αδράνειας, του βολέματος και της παθητικότητας.
Μέσω της χρήσης του χρόνου, μέσα από την ασύλληπτη φύση του, την αναγωγή από τον μικρό στον μεγάλο χρόνο και το αντίστροφο, η ύπαρξη πραγματώνει τα συναρπαστικά μεν, αλλά εφιαλτικά τις περισσότερες φορές ταξίδια. Ο άνθρωπος μετατρέπεται έτσι κι αλλιώς σε «αυξανόμενο νεκρό», με τη «θλίψη του φθαρτού» εντός του.
Για να συνταιριάξει ο Καρούζος τη ροϊκή φύση του χρόνου με την ακινησία του Άρρητου βυθίζει στο παρόν μέλλον και παρελθόν, μετατρέποντάς το σε απόλυτο, με τέτοια χρωματική ένταση που χαρακτηρίζει τη γραφή του. Το απόλυτο παρόν ταυτοποιείται και ως μέτρο λύτρωσης από τον υπαρξιακό πόνο του θνήσκειν.

Νίκος Καρούζος
Τα Ποιήματα Α΄ και Β΄ (2 τόμοι)
Εκδ. Ίκαρος


Δημήτρης Παλάζης, 4/11/2010

ενδόγραμμα του Δημήτρη Κρανιώτη



Το Ενδόγραμμα είναι η πέμπτη ποιητική συλλογή του Λαρισαίου γιατρού και ποιητή Δημήτρη Π. Κρανιώτη (1966).
Κοφτός λόγος, σφυροκοπά, τα λέει έξω απ' τα δόντια, με κατευθύνσεις κοινωνικοπολιτικές, με έδραση πάνω σε παραδοσιακές γραφές, με χρήση με ποικιλόμορφους τρόπους της ομοιοκαταληξίας. Αλλά και πέρα από την ομοιοκαταληξία τα ποιήματά του έχουν και έναν εσωτερικό ρυθμό που διευκολύνει την είσοδό τους στη μνήμη του αναγνώστη.

Ο Δημήτρης Κρανιώτης τυπώνει τα ποιήματά του με ολιγόστιχο τρόπο, η εξακολουθητική χρήση της γενικής διευκολύνει τη συντομία των στίχων, προσδίδοντας μεστότητα και επιγραμματικότητα.
Ο καυστικός του λόγος εμπεριέχει θήτευση στη λαϊκή θυμοσοφία και μου φέρνει στο νου κάποιες φορές έναν αέρα Σουρή, που τόσο λείπει στις μέρες μας.
Η επαναλαμβανόμενη χρήση των αντιθέσεων προσδίδει μια ζωντάνια στα ποιήματα μέσω του προβληματισμού που ανασύρει στο προσκήνιο, σε συνδυασμό δε με το σύντομο λόγο προσδίδει μια ‘συνθηματικότητα’ στη γραφή του.

Δείγμα γραφής:

Ο ποιητής (σελ. 75)

Τη φορά των γεγονότων
σφραγίζει,
το αθέατο των φώτων,
συμβολίζει,
με πινέλα ενόχων
κάλπικων ενεστώτων
γυμνά σώματα
ζωγραφίζει,
ανέμων φτερά,
υδάτων πουλιά
σχηματίζει,
πέτρινα κλουβιά,
αθώων κελιά
γκρεμίζει,
στάχυα χωραφιών
κενών εποχών
θερίζει,
με αρχαίων σοφών
πλεκτά ιδεών
ο ποιητής
πάντα στο τέλος
μια νέα αρχή χτίζει,


Δημήτρης Κρανιώτης
ενδόγραμμα
εκδ. Μαλλιάρης Παιδεία
Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 78


Δημήτρης Παλάζης, 19/10/2010

Ο φίλος μου ο Λευτεράκης ‘ξανάρχεται’


Ο Θοδωράκης (Γιάννης Τσιμιτσέλης) έχει επινοήσει ένα φανταστικό φίλο από την Πάτρα, τον Λευτεράκη για να μπορεί να ξεφεύγει από τη γυναίκα του Φωφώ (Βασιλική Ανδρίτσου) και να συναντά την ερωμένη του. Μια μέρα, όμως, εμφανίζεται ο Λευτεράκης με σάρκα και οστά… Η Φωφώ έχει σκοπό να τυραννήσει τον άντρα της και να τον κάνει να παραδεχτεί τα ψέματά του.
Η κωμωδία του 1963 του Αλέκου Σακελλάριου (με τους Ντίνο Ηλιόπουλο, Μάρω Κοντού, Κώστα Βουτσά, Γιώργο Κωνσταντίνου, Χρήστο Τσαγανές, Καίτη Πάνου κ.α.) επικαιροποιείται στο σήμερα σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαθανασίου-Μιχάλη Ρέππα, που ανανεώνουν σε πολλά σημεία το έργο, προσθέτουν την δική τους ματιά και το προσαρμόζουν στο ταπεραμέντο των ηθοποιών της νέας γενιάς, γνωστών στο τηλεοπτικό κοινό.
Πρόκειται για μια παραλλαγή στο αρχικό σενάριο, κυρίως με την προσθήκη ερωτισμού και περισσοτέρων του ενός προσώπων, που επικαλούνται πως είναι ο Λευτεράκης.

Ξεχώρισα το παίξιμο της Σοφίας Βογιατζάκης (Ελένη), που χάρισε ξεκαρδιστικές στιγμές με τα ερωτικά της καπρίτσια. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί κινήθηκαν σωστά στηρίζοντας τους ρόλους τους. Ο Γιάννης Τσιμιτσέλης (Θοδωράκης) με τις επανειλημμένες ‘υστερικές’ αντιδράσεις του στην εμφάνιση του ανύπαρκτου Λευτεράκη δεν άφηνε χρόνο για χαλάρωση στο θεατή, ώστε ν’ απολαύσει περισσότερο τη φάρσα. Ο εμπλουτισμός του ρόλου της ερωμένης του Θοδωράκη Ντόλυ (Βάσω Λασκαράκη) συνέβαλε θετικά στην παράσταση.

Ο φίλος μου ο Λευτεράκης του Αλέκου Σακελλάριου

Διασκευή και σκηνοθεσία:
Θανάσης Παπαθανασίου-Μιχάλης Ρέππας
Σκηνικά: Αντώνης Σαγκλίδης
Κοστούμια: Εβελυν Σιούπη
Φωτισμοί: Βασίλης Μυλωνόπουλος
Μουσική Επιμέλεια:
Θανάσης Παπαθανασίου-Μιχάλης Ρέππας

Παίζουν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά):
Τάσος Αλατζάς: Τόλης
Βασιλική Ανδρίτσου: Φωφώ
Σοφία Βογιατζάκη: Ελένη
Βάσω Λασκαράκη: Ντόλυ
Πέτρος Μπουσουλόπουλος: Λευτεράκης
Φώτης Σπύρος: Θανάσης
Γιάννης Τσιμιτσέλης: Θοδωράκης

Δημήτρης Παλάζης, 18/10/2010

Σφραγιδόλιθος του Στρατή Παρέλη


Ο Στρατής Παρέλης (1961) εκκινώντας από το καθημερινό βιωματικό υλικό το εμπλουτίζει με στιγμιότυπα σκέψεων, στοχασμών που υπεισέρχονται, ιδεών που πάνω τους χτίζει τη γραφή του.
Ο ουρανός, ο ήλιος, η θάλασσα, ο θεός, η Παναγιά, η ελπίδα, η επίκληση τους έρχεται κι επανέρχεται στη ροή των στίχων του, σηματοδοτώντας ένα θετικό πρόσημο αυτοαναφοράς, διαλεχτικής συναλλαγής με την παράδοση και το προσωπικό απόσταγμα των ιδεών της.

Όταν ο λυρικός τόνος υποχωρεί, τα ποιήματά του θυμίζουν ημερολογιακές αποτυπώσεις, που φέρνουν τον ποιητή στο προσκήνιο ως πρόσωπο. Προσωποκεντρική ποίηση, το ποιητικό υποκείμενο ενδιαφέρουν κυρίως οι σκέψεις του και μέσω αυτών οδηγείται σε μια αισιόδοξη στάση, με μια σιγουριά της αξίας του ‘επικαλείται το φως’. Πληθωρική γραφή με ρητορικά στοιχεία που γίνεται περιεκτικότερη στα ολιγόστιχα ποιήματα.

Η φύση παίζει ενεργό ρόλο στην ποίησή του, όπως και η αγάπη του για την ελληνικότητα, το ελληνικό: "Γράφει ένα ελληνικό αεράκι-/ Ξεγράφει/ Την συννεφιά ενός μεσαίωνα" (σ. 124), "Εγώ το ξέρω/ Ότι αγαπάς κάθε ήχο της Ελλάδας" (σ. 141)

Στοχάζεται πάνω στο "χρόνο που ανταλλάσσει τον άνθρωπο με το χαμό του" (σ. 27), στην καθοριστική λειτουργία της ελπίδας, την καθοριστική λειτουργία της ποίησης, της "δασκάλας" (σ. 118) ως καταφύγιο, στην ιδέα του καλού: "Νίκησε όπως είσαι αμετάθετος μες την ιδέα του καλού" (σ. 155)
Άγγελοι και αρχαίοι θεοί μπαινοβγαίνουν στα ποιήματα, η μακρά παράδοση των εποχών παρούσα στη σκέψη και τα συναισθήματα του ποιητή.


Στατής Παρέλης
Σφραγιδόλιθος (ποιήματα)
Ιδιωτικής Έκδοση, σ. 188
Αθήνα 2009
ISBN 978-960-931136-6


Δημήτρης Παλάζης, 7/10/2010

Ορφέως Αργοναυτικά από τον Σωτήρη Σοφιά


Ως συμπλήρωμα του βιβλίου του, Ορφέας και Αργοναυτική Εκστρατεία (βλ. σχετικό άρθρο: http://www.critique.gr/index.php?&page=article&id=518), ο Σωτήρης Σοφιάς προχώρησε στη μετάφραση του βιβλίου Ορφέως Αργοναυτικά.

Στον εκτενή Πρόλογο ο συγγραφέας περιγράφει τη μεθοδολογία που ακολούθησε για τη μετάφραση/ αποκατάσταση τμημάτων του κειμένου και τις πηγές που χρησιμοποίησε.
Με βασικό κλειδί το μέτρο, την εντρύφηση στην αρχαία αιολική διάλεκτο, αλλά και την ευρύτερη γνώση που αποκόμισε κατά το ερευνητικό του πόνημα που αποτυπώνεται στο βιβλίο του Ορφέας και Αργοναυτική Εκστρατεία, προχώρησε στις τροποποιήσεις του με μεθοδικότητα και μας παραδίδει τη δική του εκδοχή των κειμένων του θρυλικού Ορφέα του Θράκα.
Η μετάφραση του Σωτήρη Σοφιά οδηγεί στην απόλαυση του κειμένου στα νεοελληνικά, καθώς και στην πλήρη κατανόηση του ορφικού λόγου.
Το βιβλίο κλείνει με Ευρετήριο των Γεωγραφικών περιοχών, από τις οποίες διήλθαν οι Αργοναύτες, με καταγραφή των θεών και ημίθεων που αναφέρονται στα Αργοναυτικά και μια διαφωτιστική αναφορά στα βότανα και τα φυτά που αναφέρονται στο κείμενο.

Τελειώνοντας, ελπίζω η επιστημονική κοινότητα ως θεσμικό όργανο να δώσει τη δέουσα προσοχή.


Ορφέως Αργοναυτικά
μετάφραση/ αποκατάσταση του αρχαίου κειμένου: Σωτήρης Σοφιάς
εκδ. ΝΟΩΝ

Δημήτρης Παλάζης, 28/9/2010

Το αγαπημένο παιδί της Μοναξιάς του Φίλιππου Αγγελή


Εσωτερικός μονόλογος, ευθείες βολές στην ανθρώπινη σχέση, ο ανθρώπινος πόνος, ο ανθρώπινος φόβος, η απογοήτευση και ο χωρισμός είναι τα βασικά μοτίβα που επανέρχονται και διαπνέουν του στίχους του Φίλιππου Αγγελή. Η ποίησή του είναι σαν να επιχειρεί να βάλει τα πράγματα σε κάποια τάξη, γι’ αυτό παλινωδεί μεταξύ του υποθετικού και του τετελεσμένου:

Η παγίωση του αδιεξόδου, η μοιραία κατάληξη που ανανεώνεται κάθε φορά, το ‘αμάρτημα’, η θλίψη, η απόγνωση, η λήθη ως απώλεια βάλλονται κάθε φορά από το κριτικό μάτι του γράφοντος ως αξία ή απαξία, ως σύγκρουση της επιθυμίας με την αντίστροφη πραγματικότητα.
Η γραφή του, στενά συνδεδεμένη με το βιωματικό υλικό που χειρίζεται, είναι καθαρή στα νοήματά της, ‘ρητορική’ στην εκφορά της και φέρει έντονο το άρωμα τραγουδιών, που ευθύνονται για το ρυθμό και τη γλώσσα χωρίς εκπλήξεις, αλλά με νηματικούς συνδυασμούς που μένουν.
Παρά τις διάφορες επιρροές που μπορεί να ανιχνεύσει κανείς – και είναι φυσικό, γιατί ο ποιητής διαβάζει και πρέπει να διαβάζει - υπάρχει έντονο το προσωπικό χρώμα κι αυτό είναι σε τελευταία ανάλυση που μετράει.


Μιά μέρα θά κυκλοφορώ με φτερά
από τα αποκόμματα των εφημερίδων
που έγραψαν για την ελευθερία
και θα ψάξω να σου μιλήσω
γιά την επικίνδυνη συνήθεια που έχω
να ονειρεύομαι
ένα κίνητρο γιά τη ζωή
και μιά υστεροφημία γιά τον θάνατο.

(Απόσπασμα από το ποίημα: ΜΗ Μ’ ΑΦΗΣΕΙΣ ΝΑ ΞΕΧΑΣΩ, σελ. 34 και στο οπισθόφυλλο της Συλλογής)

Το αγαπημένο παιδί της Μοναξιάς είναι η πρώτη ποιητική του Φίλιππου Αγγελή (1984) από τις εκδ. Πολύχρωμος Πλανήτης, Ιούνιος 2010, σελ. 96.
Επιμέλεια εικονογράφησης: Αριστοτέλης Παπαθανασίου.

Δημήτρης Παλάζης, 20/9/2010

Funny face με την Όντρεϊ Χέπμορν και τον Φρεντ Αστέρ


Ο φωτογράφος Ντικ Έιβερι (Φρεντ Αστέρ) ψάχνει έναν ποιοτικότερο χώρο για την επόμενη φωτογράφηση μόδας. Ανακαλύπτει ένα μικρό και όμορφο βιβλιοπωλείο στο Γκρίνουιτς Βίλατζ και, παρά την άρνηση της πωλήτριας Τζο Στόκτον (Όντρεϊ Χέπμορν), η φωτογράφηση γίνεται.. Όταν τελειώνει όλα είναι ανάκατα, προς μεγάλη θλίψη της νεαρής πωλήτριας.

Αργότερα, στο εργαστήριό του, ο Έιβερι, καθώς κοιτάζει τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει, ανακαλύπτει τη μορφή της Στόκτον, η οποία τον εμπνέει με την ιδιαίτερη εμφάνισή της και ενημερώνει την εκδότρια του περιοδικού μόδας Μάγκι Πρέσκοτ (Κέι Τόμσον). Η Πρέσκοτ κάνει επαγγελματική πρόταση στη Στόκτον, η οποία δέχεται τελικά, μόνο και μόνο γιατί η πρόταση περιλαμβάνει ένα ταξίδι στο Παρίσι, όπου θα μπορέσει να συναντήσει για πρώτη φορά τον αγαπημένο της φιλόσοφο καθηγητή Φλεστρ, του οποίου τις ιδέες θαυμάζει...

Το έργο κυλά γρήγορα παρά την παρεμβολή των τραγουδιών (με εξαίρεση τα στιγμιότυπα με τα ροζ φορέματα στην αρχή), πλημμυρισμένο από τη μουσική του Γκέρσουιν και τα χορευτικά με προεξέχοντα, φυσικά, τον Φρεντ Αστέρ. Η επανέκδοση της ταινίας σε έγχρωμη κόπια αναβιώνει παριζιάνικες εικόνες σ’ όλο τους το μεγαλείο. Στα αρνητικά της ταινίας είναι το αφελές της σενάριο.


Funny face
Σκηνοθεσία: Stanley Donen
Σενάριο: Leonard Gershe
Παραγωγή: Roger Edens
Μουσική: George Gershwin
Φωτογραφία: Ray June
Κοστούμια: Edith Head-Givenchy
Παίζουν: Audrey Hepburn, Fred Astaire, Kay Thomson, Michel Auclair, Robert Flemyng
Έτος Αρχικής Έκδοσης: 1957 Paramount Pictures
Διάρκεια: 103’

Δημήτρης Παλάζης, 13/9/2010

Ανθρώπων Όνειρα του Βασίλη Μανουσάκη


Ένα χρόνο μετά την έκδοση της πρώτης του ποιητικής του συλλογής «Μιας σταγόνας χρόνος» (βλ. http://www.critique.gr/index.php?&page=article&id=686), ο Βασίλης Μανουσάκης προχωρεί στην έκδοση της πρώτης του συλλογής διηγημάτων «Ανθρώπων όνειρα».
Η συλλογή χωρίζεται σε δύο μέρη, ενώ το Πρελούδιο κι ο Επίλογος, στην αρχή και στο τέλος αντίστοιχα, αναφέρονται στα ‘πραγματικά’ στιγμιότυπα από τη ζωή του συγγραφέα που αφορούν τη γραφή των διηγημάτων του τόμου.

Το πρώτο μέρος (Η Οδός Καβάφη) έχει σαν εφαλτήριο την ποίηση του Καβάφη – τον αγαπημένο ποιητή του συγγραφέα –, αντλεί απ’ αυτήν εμπνεύσεις και ιστορίες:
Η ιστορία του αιγύπτιου κοσμηματοπώλη της οδού βουλής, που είχε τοποθετήσει ένα ποίημα του Καβάφη σε περίοπτη θέση του καταστήματός του (Εργαστήριο Ονείρων).
Ο Παππούς Αντώνιος ο Κρητικός είναι αφοσιωμένος αναγνώστης της ποίησης του Καβάφη.
Ο φιλόλογος και γυμνασιάρχης Ζαχαρίας Στυγερός περιμένει να βρεθεί κάποιος μαθητής να δώσει την ορθή ερμηνεία στίχων της Ιθάκης του Καβάφη, προκειμένου ν' αποφασίσει επιτέλους να συνταξιοδοτηθεί (Στυγεροί Στίχοι).
Η ιστορία του βουτηγμένου στις καταχρήσεις και την υπεροψία γκαλερίστα Ιωάννη και του «Μυστικού του Καβάφη» (Ο Μυστικός Πίνακας).
Και τέλος, η ιστορία της άτυχης Ηρώς που αναρωτιόταν «τι θα κάνει χωρίς τους βαρβάρους» (Πατρικό).

Η Οδός Καβάφη αποτελεί μια ‘μετάβαση’ του ποιητή Βασίλη Μανουσάκη στον πεζογράφο Βασίλη Μανουσάκη, από τον ποιητικό λόγο, που είναι σύντομος και περιεκτικός ,στον πεζό λόγο, που είναι αναλυτικότερος και περιγραφικότερος και γενικότερα εντοπίζεται σε άλλες διαστάσεις με τις δικές τους ιδιαιτερότητες.
Ενώ στο πρώτο μέρος η αφηγηματική τεχνική είναι σχετικά απλή, σαν παραμύθι, μια γραφή που αγγίζει όλες τις ηλικίες, φορτισμένη συναισθηματικά, εμποτισμένη με ανθρωπιά και αγάπη προς τον Αλεξανδρινό ποιητή, στο δεύτερο μέρος (Όταν τη Πένα Ταξιδεύει), το σκηνικό αλλάζει. Η γραφή βαθαίνει, εισβάλλει ο ‘μαγικός ρεαλισμός’, τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, το αναπάντεχο και η ανατροπή ελλοχεύουν.
Στο Στοιχειώδες, ο Πολ περιμένει τους μυστηριώδεις συντρόφους του, που τους συνδέει ένας κοινός σκοπός.
Στο Μήπως Ξέχασα, ένας ιδιότροπος γιατρός παίρνει το μάθημά του από έναν μικρό ασθενή απ’ την Κρήτη.
Στο Ένα Μωρό στην Άσφαλτο, η επιτυχημένη επαγγελματικά, αλλά υπερβολικά καταπονημένη Αριάδνη μοιραία γίνεται το θύμα ενός ατυχήματος.
Στο Χορό σε Λευκό και σε Μαύρο, η 'μαμά' ζει στον κόσμο της στην έπαυλη της οδού Κρίνων
Στις 140 Ημέρες, ο αριθμός 140 μπαίνει αναπάντεχα στη ζωή του Θανάση και ριζώνει ώς το απρόσμενο φινάλε.

Πρόκειται, εν κατακλείδι, για τα όνειρα των ανθρώπων, την επιδίωξη της πραγματοποίησής τους, το ταξίδι εντός και εκτός, τη ζωή την ίδια με την τριβή της, το όνειρο της ζωής, όπως μας τα περιγράφει ο Βασίλης Μανουσάκης με το δικό του ανθρώπινο τρόπο.

Βασίλης Μανουσάκης
Ανθρώπων όνειρα
Εκδόσεις Αντ. Σταμούλη

Δημήτρης Παλάζης, 1/9/2010

Ο Γλάρος του Τσέχοφ από την Εταιρία θεάτρου Pequod


Θέατρο μέσα στο θέατρο, κριτική της γραφής, ο γοητευτικός συνδυασμός των ανεκπλήρωτων επιθυμιών και των αδιεξόδων, «ο γλάρος» του Τσέχοφ.
Ο νεαρός συγγραφέας Κονσταντίν Γραβρίλοβιτς Τρέπλιεφ ανεβάζει ένα πρωτοποριακό θεατρικό με πρωταγωνίστρια την αγαπημένη του Νίνα.
Η μητέρα του και ηθοποιός Ιρίνα Νικολάγιεβνα Αρκαντίνα απαξιώνει το έργο. Μάνα και γιος συγκρούονται.
Ο σύντροφος της Αρκαντίνα και γνωστός συγγραφέας Τριγκόριν και η Νίνα ερωτεύονται.
Ο Τρέπλιεφ αντιλαμβάνεται την αλλαγή στην καρδιά της Νίνας.
Της δίνει ένα σκοτωμένο γλάρο που βρήκε κοντά στη λίμνη και τελικά αποπειράται να αυτοκτονήσει.
Ο Τριγκόριν και η Νίνα συνευρίσκονται αργότερα στη Μόσχα, όπου η Νίνα προσπαθεί να κάνει καριέρα ηθοποιού.
Μετά από δύο χρόνια επιστρέφει πάλι η Αρκαντίνα με τον Τριγκόριν που έχουν ξανασμίξει.
Μετά από μια σύντομη επίσκεψη της Νίνας στον Τρέπλιεφ, αυτός αυτοκτονεί.
Η ομάδα Pequod χρησιμοποίησε όλο το θεατρικό χώρο.
Ηθοποιοί αρχίζουν να μιλούν από τα καθίσματα και εντάσσονται κατόπιν στη σκηνική δράση, ενώ εν γένει δεν εγκαταλείπουν τη σκηνή, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις που απαιτείται.
Αμεσότητα εναντίον σαφήνειας, που καλείται η υποκριτική ικανότητα των ηθοποιών να εξισορροπήσει.
Η επιτυχία του εγχειρήματος έγκειται στο ότι αφέθηκε τελικά ο τσεχοφικός λόγος ν’ ακουστεί και ν’ αγγίξει το κοινό.

Ο Γλάρος του Τσέχοφ

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Ξανθόπουλος
Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου
Σκηνογραφική και Ενδυματολογική Επιμέλεια:
Νίκος Κονιάρης
Επιμέλεια Κίνησης: Βάσω Γιαννακοπούλου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αγγελική Μαρίνου

Έπαιξαν:
Γιώργος Αγγελόπουλος
Άρης Αρμαγανίδης
Δημήτρης Γεωργαλάς
Βάσω Καβαλιεράτου
Γιάννης Κλίνης
Μιχάλης Μαθιουδάκης
Χριστίνα Μωρογιάννη
Νικολίτσα Ντρίζη
Αγγελική Παπαθεμελή
Κώστας Παπακωνσταντίνου

Δημήτρης Παλάζης, 30/8/2010

Η μετάβαση από την ύπαρξη στη μη ύπαρξη - Ανάγνωση του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου


Το μαύρο κουμπί, Ποίηση, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Εκδόσεις Κέδρος, 2006

Το πράσινο είναι ανάταση του χώματος· με αυτό ρηχά
ντυμένο αναρριχάται ώσπου δειλιάζει σαν από ίλιγγο.
Και με την πρόφαση του φθινοπώρου αρχίζει λύγισμα
στο σώμα του επιστρέφοντας· με κίτρινο σκεπάζοντας
διάσπαρτα ίχνη του ύψους που αξιώθηκε· της μάταιης
πτήσης του το τσάκισμα.


Μια ιδιότυπη επικοινωνία με τους νεκρούς, ή ακριβέστερα μια επικοινωνία με πρωτοβουλία των νεκρών του ποιητή με τον ίδιο.
Στερημένη από μεταφυσική, ανεπάντεχη, αλλά κατά κάποιον τρόπο φυσική, μια καθημερινότητα του έσω ανθρώπου που εισβάλλει στην καθημερινότητα του έξω ανθρώπου, που τελικά αποτυπώνεται σε ποιήματα, σπαράγματα, πεζόμορφες ποιητικές χρωματικές αποδόσεις.

Το άνοιγμα που έκανε ο ποιητής στην «Κλεμμένη ιστορία» με τις πεζόμορφες ονειρικές στοχαστικές εμβαπτίσεις επικεντρώνεται στο «Μαύρο Κουμπί» σ’ ένα εσωτερικό χώρο μη ύπαρξης, το χώρο ή τη χώρα των νεκρών, όπου τα πάντα μπορούν να εμφανιστούν ως δυνατά.

Οι νεκροί με την απουσία τους δημιουργούν ένα κενό. Η απώλεια του αγαπημένου προσώπου, η μετάβασή του από την ύπαρξη στη μη ύπαρξη ταράζει με ανεξίτηλο τρόπο τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Ο Κώστας Παπαγεωργίου πραγματεύεται ακριβώς αυτό το κενό, την απουσία, που γεμίζει από τις ΄ονειρικές’ επισκέψεις των νεκρών και συντείνει στη μετακύληση του ζωντανού υποκειμένου στη θέαση της ανεστραμμένη χώρα των νεκρών του. Ο ανθρώπινος ουρανός είναι η κατοικία τους και η γη ο ουρανός τους. Όπως τα πάνω έτσι και τα κάτω, όπως διατείνεται ο Ερμής ο Τρισμέγιστος.

Τι όμως μπορεί να εμβαπτίσει ένα άνθρωπο σ’ αυτή την απόκοσμη χώρα, όπου η μνήμη ανακαλεί τους νεκρούς, αποκαθιστά μέρος των εντυπωμένων χαρακτηριστικών του, αλλά και εν τέλει μέσω μιας αδέσμευτης από τη συνείδηση ονειρικής πλοκής τους κάνει πρωταγωνιστές του εσωτερικού σώματος; Θα επικαλούμουν μια πολύ πρόσφατη απώλεια αγαπημένου προσώπου, που εκλύει ένα κύμα μαζικού στοχασμού περί της ανθρώπινης ύπαρξης και ανακαλεί με ευχέρεια παρόμοιες απώλειες στη διαδρομή του βίου.

Η διαφορά με τον Κώστα Παπαγεωργίου έγκειται στο ότι η επίκληση των νεκρών ή κατά τον ποιητή οι αυτόβουλες επισκέψεις τους, συνάντησαν μια ποιητική γραφή προς αυτή την κατεύθυνση. Η έλλειψη αναπνοής και ο αδιέξοδος ποιητικός χώρος ‘ανάσανε’ από την έλευση των νεκρών, οι νεκροί ανασαίνουν μέσα απ’ αυτόν δίνοντας το αντίπαλο βάρος στο ζύγι της έλλειψης αέρα.

Η ποιητική εικονοποιία έχει γίνει εντονότερη, οι εικόνες διαυγείς, σκηνικές, απελευθερωμένες απ’ τα σφιχτά δεσμά του λόγου.

Ο ποιητής μετουσιώνει μέρος του εαυτού του στο είδος της «ύπαρξης» των νεκρών του, είναι μια προϋπόθεση ή μια ανάγκη για να δέχεσαι τις επισκέψεις τους. Λόγος υποβλητικός, όπως αρμόζει στην υποδόρια εξιδανίκευση των αγαπημένων που απωλέσθησαν. Υποβλητικότητα στηριγμένη πάνω στη λιτή απογυμνωμένη γραφή που χαρακτηρίζει τον Κώστα Παπαγεωργίου, αλλά και μια ‘αλληγορία του κενού’, θα έλεγα, που έχει το προνόμιο του απρόσκλητου επισκέπτη της καθημερινότητας, που ο άνθρωπος καθώς ωριμάζει το αποδέχεται ως φυσικό μέρος της ζωής του.

«Το μαύρο κουμπί» προϋποθέτει μια αντισυμβατική ανάγνωση, μια κάθοδο στον αντισυμβατικό ουρανό του Κώστα Παπαγεωργίου, όπου λείπουν οι απαντήσεις, οι διέξοδοι, ο άνθρωπος αποκαθίσταται στην πραγματική του διάσταση, η οποία περικλείει τον εν δυνάμει θάνατό του, μια δυναμική ισορροπία όντος και μη όντος, κενό και ύλη σε μια μαγευτική συνύπαρξη, που κατ’ εξοχήν ο ποιητικός λόγος μπορεί να αποδώσει.

Δημήτρης Παλάζης, περιοδ. Βακχικόν τ. 10

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Γιώργου Χειμωνά, "Πεισίστρατος" - "Γιατρός Ινεότης" - "Χτίστες"


Τρία αντιπροσωπευτικά έργα της περιόδου 1960-1979

Γεννημένος το 1936 ο Γιώργος Χειμωνάς κάνει την εμφάνισή του στη νεοελληνική λογοτεχνία με τον ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ (1960). Από χρονολογικής πλευράς ο συγγραφέας ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά.
Το όνομα Πεισίστρατος παραπέμπει στον γιο του Ιπποκράτη, τύραννο των Αθηνών και προστάτη των γραμμάτων και των τεχνών. Στο κείμενο του πεζογραφήματος κυριαρχεί ο διάλογος του αφηγητή με έναν εναλλακτικό του εαυτό, που τον ονομάζει Πεισίστρατο. Ο ίδιος ο Χειμωνάς, γιατρός στο επάγγελμα, θα μπορούσε να θεωρηθεί παιδί του Ιπποκράτη με την έννοια της συγγένειας του επαγγέλματος. Ο σχέση του αφηγητή και του Πεισίστρατου είναι, θα λέγαμε, σχέση αγάπης και μίσους, που εναλλάσσονται και εναλλάσσουν τη βάση τους. Εμφανίζονται στιγμιότυπα ζωής και στιγμιότυπα σκέψεων και στοχασμών, που, όταν ωθούνται στα όρια, στεγάζονται κάτω από τον τίτλο «το υπερβολικό διήγημα». Άλλα θέματα είναι «ο δρόμος», «το ιατρείο», «η γειτονιά», « τυμπανιστής», «η χάρη», «ο βασιλιάς της Καρθαγένης», φιλοσοφία, με αυτοβιογραφικές νύξεις, δοσμένα με μια σουρεαλιστική μεγαλοπρέπεια.
Ήδη απ’ τον ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ εμφανίζονται τα στοιχεία και οι τρόποι της γραφής του Χειμωνά, που θα ακολουθήσει και στα επόμενα πεζογραφήματά του. Η γραφή δεν ακολουθεί πιστά τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες. Διαπνέεται από μια προφορικότητα, που της χαρίζει ζωντάνια και θεατρικότητα. Η ειδολογική ταυτότητα του κειμένου είναι αινιγματική, η γραφή σκοτεινή, χωρίς όμως να γίνεται μεταφυσική. Αλλού επικρατεί η ποιητικότητα, αλλού ο στοχασμός, αλλού η διήγηση.

Μεσολαβούν τα πεζογραφήματα «Η εκδρομή» (1964) και «Το μυθιστόρημα» (1966).
Στο ΓΙΑΤΡΟ ΙΝΕΟΤΗ (1971), πρόκειται να έρθει το νέος είδος των ανθρώπων. Οι παλιοί άνθρωποι, ο τρομαγμένος λαός, πρέπει να εξαφανιστούν. Κανονίστηκε να πεθάνουν σε μια ορισμένη μέρα, αφού γυρίσει ο καθένας στον τόπο του. Ο γιατρός Ινεότης ακολουθεί κι αυτός τον κόσμο. Έχει συντροφιά ένα γύφτο, ακονιστή μαχαιριών. Έμαθαν πώς δεν θα πεθάνουν χωρίς να πονέσουν, όπως τους είχαν πει, αλλά με βασανιστικό θάνατο σαν τιμωρία.
Πυκνή γραφή, τελετουργική, εσχατολογική. Ο Χειμωνάς αναδεικνύεται ανατόμος του ανθρώπινου σώματος. Διάσπαρτες εμπειρίες του συγγραφέα από νοσοκομεία, αρρώστιες, θανάτους. Γλαφυρές, δυνατές περιγραφές των προσώπων, τα εξωτερικά τους γνωρίσματα, χαρακτηριστικές κινήσεις, στάσεις. Χωρίς νύξη στο χαρακτήρα τους. Η γραφή δομείται και αποδομείται από πολύπλευρες αναφορές στο ίδιο θέμα. Η επιστροφή στο γενέθλιο τόπο είναι μια πράξη θανάτου, μια απογραφή θανάτου, μια επιστροφή στη γη, στο άγγιγμα του ανθρώπινου ορίου.

Από τον «εφηβικό» ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ μέχρι τους ΧΤΙΣΤΕΣ (1979) μεσολαβεί περίπου μια εικοσαετία και επιπλέον τα πεζογραφήματα «Ο γάμος» (1975) και «Ο αδελφός» (1976).
Στους ΧΤΙΣΤΕΣ (1979), εκεί που όλα φαίνονταν να τελειώνουν, αρχίζει μια αναγέννηση των ανθρώπων. Βίαιη και σκληρή αναγέννηση. Εμφανίζεται ενας κήρυκας, που θα αναγγείλει αυτα που έχουν γίνει, δηλαδή είναι το αντίθετο του προφήτη. Ο κήρυκας θα σταθεί σ' ένα προσωρινό νησί από πέτρες στη μέση του νερού, που χτίστηκε απ' τους θαλασσινούς εργάτες, που χρωστούσαν ευγνωμοσύνη στον κήρυκα. Οι άνθρωποι της χώρας του δεν ήθελαν να τον ακούσουν. Εμφανίζονται οι κόρες του κήρυκα, που υπονομεύουν τον κήρυκα για λογαριασμό των ανθρώπων. Στο τέλος εμφανίζονται οι "χτίστες" [από τη Ξάνθη], σπουδαίοι τεχνίτες από αρχαία παράδοση, νομάδες. Έχτισαν τη χώρα που είχε ρημαχτεί με μεγαλοπρεπή οικοδομήματα. Τέλειωσαν κι έφυγαν, αλλά τα σπίτια έμειναν άδεια. Οι μόνοι κάτοικοι τους ήταν οι χτίστες, όσο τα έκτιζαν.

Ο αφηγητής ασχολείται με τη γέννηση, τις οικογένειες των ανθρώπων, τις «ραγισματιές απ' όπου μπαίνουν οι άνθρωποι στον κόσμο», την καταγωγή, τη παιδική ηλικία, τη βία, το θάνατο. Ο λόγος προσιδιάζει περισσότερο στην ονειρική ή οραματική εκδοχή του. Διαπλέκει το όνειρο με το στοχασμό και φτιάχνει μιαν άλλη πραγματικότητα ανιστορική. Ένα δίδυμο, έναν Πεισίστρατο του εαυτού του. Παράλληλα και επάλληλα αναδύεται η τραυματική επώδυνη πραγματικότητα των ανθρώπων, η ανθρώπινη συνείδηση, ο φόβος, οι λύπες τους, οι διωγμοί τους, οι λεπτομέρειες της ζωής, η ομορφιά και η ασκήμια, η γυμνή τοπολογία των σωμάτων. Το ανθρώπινο σώμα του Γιώργου Χειμωνά μιλά για το γένος και τα πάθη των ανθρώπων, όπως στην αρχαία τραγωδία. Η τέχνη αναπαράγει την ανθρώπινη πραγματικότητα, χοϊκή και σωματική.

Υπερρεαλιστικές εικόνες, όπως «η γυναίκα που ήταν μόνο κεφάλι», η συγκέντρωση των γυναικών με τα λευκά ρούχα, οι κλειστές ομπρέλες στα χέρια στην άμμο, προσδίδουν στο κείμενο μια ποιητική ένταση και φέρνουν στο νου πίνακες του Εγγονόπουλου. Όλα ζουν τον συμβολικό και συνάμα πραγματικό τους χαρακτήρα, συμβαίνουν σαν να γίνονταν πάντοτε.

Ο Χειμωνάς, αυτός ο σημαντικός σκαπανέας των γραμμάτων μας, με τη βιογραφία της όρασής του σε κανει ν’ αντιμετωπίζεις σοβαρά τη λογοτεχνία, κάτι που λείπει ασφυκτικά τον τελευταίο καιρό, που η εμποροποίηση και ειδωλοποίηση των πάντων κατέχει τα σκήπτρα. Η γραφή του, μαρτυρική ως τα όρια, κρατά ενωμένη την τέχνη με τη ζωή. Σε κανει να σκέφτεσαι για σένα, τη γλώσσα, το νόημά σου, το μύθο σου.

Δημήτρης Παλάζης, Περιοδ. Βακχικον, τ.7

Coco before Chanel, σκηνοθ. Αν Φοντέν


Η Γκαμπριέλ ‘Κοκό’ Σανέλ (1883- 1971) μεγαλώνει σε εκκλησιαστικό ορφανοτροφείο μαζί με την αδερφή της, όπου τις εγκατέλειψε ο πατέρας τους. Έφηβη εργάζεται ως ράφτρα και παράλληλα τραγουδά με την αδερφή της Αντριέν (Μαρί Ζιλέν) σ’ ένα επαρχιακό καμπαρέ, φιλοδοξώντας να γίνει γνωστή. Η αδερφή της την εγκαταλείπει σε μια κρίσιμη στιγμή για να παντρευτεί έναν πλούσιο γάλλο ευπατρίδη κι η Γκαμπριέλ παίρνει την απόφαση να γίνει ερωμένη του γάλλου αριστοκράτη Ετιέν Μπαλσάν (Μπενουά Πουλβό) και να μείνει στην έπαυλή του.

Εκεί γνωρίζει τον έρωτα της ζωής της, τον Μπόι Καπέλ (Αλεσάντρο Νίβολα), ο οποίος την ενθαρρύνει να ασκήσει το ταλέντο της και εγγυάται για τα πρώτα κεφάλαια της επιχείρησής της που θα την αναδείξει τελικά σε κορυφαία σχεδιάστρια.
Η Κοκό Σανέλ αμφισβήτησε την καθιερωμένη μόδα της εποχής της, αντιπροτείνοντας το δικό της στυλ, που το χαρακτήριζε η λιτότητα, το απέρριτο και η άνεση, ενσωματώνοντας και στοιχεία από το αντρικό ντύσιμο.
Τη συντριβή τής Σανέλ από την απώλεια του αγαπημένου της εραστή, η σκηνοθέτιδα Αν Φοντέν αντισταθμίζει στο τέλος της ταινίας με την επιτυχία της στο στίβο της μόδας.

Πρόκειται για την ιστορία μιας ορφανής επαρχιωτοπούλας, που χρησιμοποιεί σαν αναβατήρα τους πλούσιους εραστές της, ώστε να μπορέσει αξιοποιήσει το ταλέντο της και να θριαμβεύσει στο χώρο της μόδας. Η προσέγγιση της Αν Φοντέν είναι εύστοχη. Η φιλόδοξη Σανέλ της είναι μια γυναίκα που μιλά μόνο όταν χρειάζεται ή μιλά μέσω των ρούχων που σχεδιάζει και φορά, υποτονίζοντας τους συμβιβασμούς που πρέπει να κάνει και την συνεπαγόμενη αλλοτρίωση, ως το μοναδικό μέσο ανόδου. Η τελική της επιτυχία και η αποδοχή του κόσμου μοιραία τείνει να εξαλείψει το πώς κάποιος κατάφερε να φτάσει σ’ αυτό το σημείο.
Η Οντρέ Τοτού (Κοκό Σανέλ), χωρίς να είναι η εκπληκτική Αμελί, έκλεισε το ρόλο στην υποτιθέμενη εσωτερικότητα του χαρακτήρα και ήταν συνεπής απ’ την αρχή ως το τέλος, παρουσιάζοντας αυτή την εκδοχή της Σανέλ. Πιο φυσική και ανθρώπινη η ερμηνεία του Μπενουά Πουλβό. Στα ατού της ταινίας η φωτογραφία του Κριστόφ Μποκάρν, τα κουστούμια της Κατρίν Λετεριέ και η μουσική του Αλεξάντρ Ντεπλά.

Η ταινία βασίστηκε στο βιβλίο της Edmonde Charles-Roux: «L' Irreguliere: Ou, Mon Itineraire Chanel» (κυκλοφορεί στα ελληνικά με τίτλο "Η ατίθαση - Η Κοκό πριν τη Σανέλ" από τις εκδόσεις Πάπυρος, σε μετάφραση Μαρίας Τσεκούρα)


Τίτλος: Coco before Chanel
Πρωτότυπος τίτλος: Coco avant Chanel
Σκηνοθεσία: Αν Φοντέν
Σενάριο: Αν Φοντέν & Κρίστοφερ Χάμπτον
Φωτογραφία: Κριστόφ Μποκάρν, A.F.C.
Κοστούμια: Κατρίν Λετεριέ
Μουσική: Αλεξάντρ Ντεπλά
Ηθοποιοί: Οντρέ Τοτού, Μπενουά Πουλβό, Αλεσάντρο Νίβολα, Μαρί Ζιλέν, Εμανουέλ Ντεβός
Διάρκεια: 105 λεπτά
Χρονολογία παραγωγής: 2009
Είδος ταινίας: βιογραφική
Χώρα παραγωγής: Γαλλία
Διανομή: AUDIO VISUAL ENTERPRISES S.A.

Δημήτρης Παλάζης, 24/08/2010

Ο τελευταίος σταθμός, σκην. Michael Hoffman


Στις αρχές της δεκαετίας του 1910, ο γερασμένος Λέον Τολστόι (Christofer Plummer), ζωντανό σύμβολο της ρωσικής λογοτεχνίας και της Ρωσίας γενικότερα, βρίσκεται στο δίλημμα να κληροδοτήσει τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του με μια νέα διαθήκη στον ρωσικό λαό, όπως τον συμβουλεύει ο καθοδηγητής της τολστοϊκής Κοινότητας Vladimir Chertkov (Paul Giamatti) ή στην οικογένειά του, όπως επίμονα του ζητά η γυναίκα του Σοφία (Helen Mirren).

Ο καινούργιος τρόπος ζωής του Τολστόι, ο οποίος στο τέλος της ζωής του ασπάζεται την ολιγάρκεια και αμφισβητεί τη σημασία και το ρόλο της ατομικής ιδιοκτησίας υλικών αγαθών, θα οδηγήσει σε ομηρικούς καβγάδες με τη γυναίκα του Σοφία.
Ο νεαρός Valentin Bulgakov (James McAvoy), που προσλαμβάνεται ως γραμματέας του Τολστόι μέσω του Chertkov, από τη μια έχει τις οδηγίες του Chertkov να καταγράφει τα πάντα που διαδραματίζονται σε σχέση με το ρόλο της Σοφίας στο θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων και από την άλλη η Σοφία προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον πάρει με το μέρος της. Η ταινία τελειώνει με το θάνατο του Τολστόι στο σταθμό τραίνων του Astapovo...

Ο Hoffman, βασισμένος στο βιβλίο του Jay Parini πάνω στις τελευταίες μέρες ζωής του Τολστόι, δίνει τη δική του εκδοχή στο σενάριο, έχοντας την πρόθεση να αναπαραστήσει όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά τα ιστορικά δρώμενα: την ανάγκη του υπέργηρου Τολστόι για ολιγάρκεια και αποξένωση από τα υλικά αγαθά, τα οποία πλέον κατέχει άφθονα, αλλά και την ανάγκη του για ψυχική ηρεμία, καθώς διανύει την τελευταία περίοδο της ζωής του. Το θέμα των συγγραφικών δικαιωμάτων ενός μεγάλου συγγραφέα και κατά πόσον αυτά θα πρέπει να είναι κτήμα του λαού του ή της οικογένειάς του. Την αναμενόμενη αντίδραση του οικογενειακού του περιβάλλοντος και ειδικά της γυναίκας του. Το θέμα της τολστοϊκής κοινότητας. Τις σχέσεις του ηλικιωμένου ζεύγους Τολστόι και της «ενηλικίωσης» του παρθένου Valentin μέσω της σχέσης του με το μέλος της τολστοϊκής Κοινότητας Masha (Kerry Condon). Αγάπη, έρωτας, οικογένεια, ιδεολογία, δολοπλοκίες, συγκρούσεις. πόλεμος νεύρων εντός και εκτός της οικογένειας Τολστόι αποφορτίζονται με ενέσεις χιούμορ, τη συνύπαρξη της ελαφρότητας με το δράμα.
Η επιδιωκόμενη όμως συνθετότητα της ταινίας με την παράλληλη ύπαρξη περισσότερων του ενός σημαντικών θεμάτων αναγκάζουν το θεατή σε μια πολυεστιακή παρακολούθηση, που μοιραία αποβαίνει εις βάρος του κάθε ενός θέματος ή κάποιων θεμάτων.
Απουσιάζουν επίσης σοβαρές αναφορές στο πλούσιο λογοτεχνικό έργο του Τολστόι, ώστε όσοι έχουν αγαπήσει το έργο του να βρίσκονται μπροστά σε μια ταινία που θα μπορούσε να αφηγείται τη ζωή ενός οποιουδήποτε σημαντικού διανοούμενου, φανταστικού ή πραγματικού.

Στα συν της ταινίας είναι οι δυνατές ερμηνείες των Christofer Plummer και Helen Mirren, οι οποίες παίζουν το ρόλο της μοναδικότητας στην ταινία (προτάθηκαν για τη Χρυσή Σφαίρα και για το Οσκαρ Α’ Γυναικείου και Β’ Ανδρικού ρόλου), ενώ οι υπόλοιπες εμφανίζονται κατά κύριο λόγο συντονισμένες και καθοδηγούμενες από τη σκηνοθετική ματιά. Βρίσκονται όμως σ’ ένα πολύ καλό επίπεδο, εδικά του James McAvoy καταφέρνει να ξεχωρίσει.

Πρωτότυπος τίτλος: The last station
Έτος: 2010
Διάρκεια: 112 λεπτά
Σκηνοθέτης: Michael Hoffman
Ηθοποιοί: James McAvoy, Christofer Plummer, Paul Giamatti, Helen Mirren, Anne-Marie Duff, Kerry Condon
Διανομή: Filmopolis

Δημήτρης Παλάζης, Στις αρχές της δεκαετίας του 1910, ο γερασμένος Λέον Τολστόι (Christofer Plummer), ζωντανό σύμβολο της ρωσικής λογοτεχνίας και της Ρωσίας γενικότερα, βρίσκεται στο δίλημμα να κληροδοτήσει τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του με μια νέα διαθήκη στον ρωσικό λαό, όπως τον συμβουλεύει ο καθοδηγητής της τολστοϊκής Κοινότητας Vladimir Chertkov (Paul Giamatti) ή στην οικογένειά του, όπως επίμονα του ζητά η γυναίκα του Σοφία (Helen Mirren).

Ο καινούργιος τρόπος ζωής του Τολστόι, ο οποίος στο τέλος της ζωής του ασπάζεται την ολιγάρκεια και αμφισβητεί τη σημασία και το ρόλο της ατομικής ιδιοκτησίας υλικών αγαθών, θα οδηγήσει σε ομηρικούς καβγάδες με τη γυναίκα του Σοφία.
Ο νεαρός Valentin Bulgakov (James McAvoy), που προσλαμβάνεται ως γραμματέας του Τολστόι μέσω του Chertkov, από τη μια έχει τις οδηγίες του Chertkov να καταγράφει τα πάντα που διαδραματίζονται σε σχέση με το ρόλο της Σοφίας στο θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων και από την άλλη η Σοφία προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον πάρει με το μέρος της. Η ταινία τελειώνει με το θάνατο του Τολστόι στο σταθμό τραίνων του Astapovo...

Ο Hoffman, βασισμένος στο βιβλίο του Jay Parini πάνω στις τελευταίες μέρες ζωής του Τολστόι, δίνει τη δική του εκδοχή στο σενάριο, έχοντας την πρόθεση να αναπαραστήσει όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά τα ιστορικά δρώμενα: την ανάγκη του υπέργηρου Τολστόι για ολιγάρκεια και αποξένωση από τα υλικά αγαθά, τα οποία πλέον κατέχει άφθονα, αλλά και την ανάγκη του για ψυχική ηρεμία, καθώς διανύει την τελευταία περίοδο της ζωής του. Το θέμα των συγγραφικών δικαιωμάτων ενός μεγάλου συγγραφέα και κατά πόσον αυτά θα πρέπει να είναι κτήμα του λαού του ή της οικογένειάς του. Την αναμενόμενη αντίδραση του οικογενειακού του περιβάλλοντος και ειδικά της γυναίκας του. Το θέμα της τολστοϊκής κοινότητας. Τις σχέσεις του ηλικιωμένου ζεύγους Τολστόι και της «ενηλικίωσης» του παρθένου Valentin μέσω της σχέσης του με το μέλος της τολστοϊκής Κοινότητας Masha (Kerry Condon). Αγάπη, έρωτας, οικογένεια, ιδεολογία, δολοπλοκίες, συγκρούσεις. πόλεμος νεύρων εντός και εκτός της οικογένειας Τολστόι αποφορτίζονται με ενέσεις χιούμορ, τη συνύπαρξη της ελαφρότητας με το δράμα.
Η επιδιωκόμενη όμως συνθετότητα της ταινίας με την παράλληλη ύπαρξη περισσότερων του ενός σημαντικών θεμάτων αναγκάζουν το θεατή σε μια πολυεστιακή παρακολούθηση, που μοιραία αποβαίνει εις βάρος του κάθε ενός θέματος ή κάποιων θεμάτων.
Απουσιάζουν επίσης σοβαρές αναφορές στο πλούσιο λογοτεχνικό έργο του Τολστόι, ώστε όσοι έχουν αγαπήσει το έργο του να βρίσκονται μπροστά σε μια ταινία που θα μπορούσε να αφηγείται τη ζωή ενός οποιουδήποτε σημαντικού διανοούμενου, φανταστικού ή πραγματικού.

Στα συν της ταινίας είναι οι δυνατές ερμηνείες των Christofer Plummer και Helen Mirren, οι οποίες παίζουν το ρόλο της μοναδικότητας στην ταινία (προτάθηκαν για τη Χρυσή Σφαίρα και για το Οσκαρ Α’ Γυναικείου και Β’ Ανδρικού ρόλου), ενώ οι υπόλοιπες εμφανίζονται κατά κύριο λόγο συντονισμένες και καθοδηγούμενες από τη σκηνοθετική ματιά. Βρίσκονται όμως σ’ ένα πολύ καλό επίπεδο, εδικά του James McAvoy καταφέρνει να ξεχωρίσει.


Πρωτότυπος τίτλος: The last station
Έτος: 2010
Διάρκεια: 112 λεπτά
Σκηνοθέτης: Michael Hoffman
Ηθοποιοί: James McAvoy, Christofer Plummer, Paul Giamatti, Helen Mirren, Anne-Marie Duff, Kerry Condon
Διανομή: Filmopolis


Δημήτρης Παλάζης, Στις αρχές της δεκαετίας του 1910, ο γερασμένος Λέον Τολστόι (Christofer Plummer), ζωντανό σύμβολο της ρωσικής λογοτεχνίας και της Ρωσίας γενικότερα, βρίσκεται στο δίλημμα να κληροδοτήσει τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του με μια νέα διαθήκη στον ρωσικό λαό, όπως τον συμβουλεύει ο καθοδηγητής της τολστοϊκής Κοινότητας Vladimir Chertkov (Paul Giamatti) ή στην οικογένειά του, όπως επίμονα του ζητά η γυναίκα του Σοφία (Helen Mirren).

Ο καινούργιος τρόπος ζωής του Τολστόι, ο οποίος στο τέλος της ζωής του ασπάζεται την ολιγάρκεια και αμφισβητεί τη σημασία και το ρόλο της ατομικής ιδιοκτησίας υλικών αγαθών, θα οδηγήσει σε ομηρικούς καβγάδες με τη γυναίκα του Σοφία.
Ο νεαρός Valentin Bulgakov (James McAvoy), που προσλαμβάνεται ως γραμματέας του Τολστόι μέσω του Chertkov, από τη μια έχει τις οδηγίες του Chertkov να καταγράφει τα πάντα που διαδραματίζονται σε σχέση με το ρόλο της Σοφίας στο θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων και από την άλλη η Σοφία προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον πάρει με το μέρος της. Η ταινία τελειώνει με το θάνατο του Τολστόι στο σταθμό τραίνων του Astapovo...

Ο Hoffman, βασισμένος στο βιβλίο του Jay Parini πάνω στις τελευταίες μέρες ζωής του Τολστόι, δίνει τη δική του εκδοχή στο σενάριο, έχοντας την πρόθεση να αναπαραστήσει όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά τα ιστορικά δρώμενα: την ανάγκη του υπέργηρου Τολστόι για ολιγάρκεια και αποξένωση από τα υλικά αγαθά, τα οποία πλέον κατέχει άφθονα, αλλά και την ανάγκη του για ψυχική ηρεμία, καθώς διανύει την τελευταία περίοδο της ζωής του. Το θέμα των συγγραφικών δικαιωμάτων ενός μεγάλου συγγραφέα και κατά πόσον αυτά θα πρέπει να είναι κτήμα του λαού του ή της οικογένειάς του. Την αναμενόμενη αντίδραση του οικογενειακού του περιβάλλοντος και ειδικά της γυναίκας του. Το θέμα της τολστοϊκής κοινότητας. Τις σχέσεις του ηλικιωμένου ζεύγους Τολστόι και της «ενηλικίωσης» του παρθένου Valentin μέσω της σχέσης του με το μέλος της τολστοϊκής Κοινότητας Masha (Kerry Condon). Αγάπη, έρωτας, οικογένεια, ιδεολογία, δολοπλοκίες, συγκρούσεις. πόλεμος νεύρων εντός και εκτός της οικογένειας Τολστόι αποφορτίζονται με ενέσεις χιούμορ, τη συνύπαρξη της ελαφρότητας με το δράμα.
Η επιδιωκόμενη όμως συνθετότητα της ταινίας με την παράλληλη ύπαρξη περισσότερων του ενός σημαντικών θεμάτων αναγκάζουν το θεατή σε μια πολυεστιακή παρακολούθηση, που μοιραία αποβαίνει εις βάρος του κάθε ενός θέματος ή κάποιων θεμάτων.
Απουσιάζουν επίσης σοβαρές αναφορές στο πλούσιο λογοτεχνικό έργο του Τολστόι, ώστε όσοι έχουν αγαπήσει το έργο του να βρίσκονται μπροστά σε μια ταινία που θα μπορούσε να αφηγείται τη ζωή ενός οποιουδήποτε σημαντικού διανοούμενου, φανταστικού ή πραγματικού.

Στα συν της ταινίας είναι οι δυνατές ερμηνείες των Christofer Plummer και Helen Mirren, οι οποίες παίζουν το ρόλο της μοναδικότητας στην ταινία (προτάθηκαν για τη Χρυσή Σφαίρα και για το Οσκαρ Α’ Γυναικείου και Β’ Ανδρικού ρόλου), ενώ οι υπόλοιπες εμφανίζονται κατά κύριο λόγο συντονισμένες και καθοδηγούμενες από τη σκηνοθετική ματιά. Βρίσκονται όμως σ’ ένα πολύ καλό επίπεδο, εδικά του James McAvoy καταφέρνει να ξεχωρίσει.


Πρωτότυπος τίτλος: The last station
Έτος: 2010
Διάρκεια: 112 λεπτά
Σκηνοθέτης: Michael Hoffman
Ηθοποιοί: James McAvoy, Christofer Plummer, Paul Giamatti, Helen Mirren, Anne-Marie Duff, Kerry Condon
Διανομή: Filmopolis

Δημήτρης Παλάζης, 06/08/2010

Γιον Φόσε, Kαι δεν θα χωρίσουμε ποτέ, σκην. Θεόδωρος Εσπίριτου


«Kαι δεν θα χωρίσουμε ποτέ» είναι μια φράση που επαναλαμβάνει το βασικό γυναικείο πρόσωπο («Εκείνη»), παραπέμποντας περισσότερο στην ανεξίτηλη εγγραφή του βιώματος μιας σχέσης, παρά στην τρέχουσα πραγματικότητα που έχει πάρει το δικό της δρόμο.
Θα μπορούσε να υπάρχει μια ιστορία που να διεκδικεί σαν φόντο τα δρώμενα του Φόσε, αλλά αυτή καταφανώς απουσιάζει.
Τα απογυμνωμένα σκηνικά του Χρήστου Κωνσταντέλλου ωθούν τα τεκταινόμενα στην πιο βίαιη απογυμνωμένη μορφή τους.
Το δράμα παίζεται εντός και όχι μέσω κάποιας ιστορίας, γι’ αυτό η ιστορία απουσιάζει, βρίσκεται στις υποθέσεις του οποιουδήποτε. Υποτυπώδης πλοκή, όπως το ένα πράγμα δίπλα στ’ άλλο. Κυριαρχεί η εσωτερική φυσιογνωμία «Εκείνης», όπως καταφέρνει να τη βγάζει με την εξαιρετική ερμηνεία της η Αντωνία Γιαννούλη.
Οι παλινωδίες της ψυχής γίνονται παλινωδίες των φράσεων που επαναλαμβάνονται με αυτιστικό τρόπο θέλοντας να βεβαιώσουν το αβεβαίωτο, να πείσουν χωρίς να μπορούν να πείσουν. Η πραγματικότητα ‘κάπου έξω’ είναι στέρεη σαν τοίχος. Το σώμα κινείται, παίρνει θέσεις, γνώριμες θέσεις, αλλά το δράμα, όπως είπα, παίζεται εντός, όπου τίποτα δεν μπορεί να παραμείνει κρυφό, όπου επιφάνεια και βάθος ταυτίζονται.
Η αντίληψη του χρόνου αποκτά πλάτος και η μνήμη κυριαρχεί. Το βίωμα είναι παρόν, μαζί με τις εξαρτήσεις του, την απόγνωση, την ανασφάλεια, το φόβο. Εξιλαστήριο θύμα γίνεται ο ίδιος ο άνθρωπος, ο οποίος θυσιάζει το παρόν στην εσωτερική απομόνωση και αυτοεγκλεισμό. Η απουσία βιώνεται και ως απουσία και ως παρουσία. Και τα δυο απαιτούν τον ίδιο χώρο της ψυχής κι αλληλομάχονται. Έρως και θάνατος - παρουσία και απουσία- «Εκείνη» κι «Εκείνος». Η δραματουργική γραφή του Φόσε είναι ανοιχτή σε πολυποίκιλους συμβολισμούς.
Τα γνώριμα αντικείμενα διεκδικούν τον άνθρωπο με την καθημερινότητά τους, και την οικειότητα που προσφέρουν. Η επίκλησή τους όμως ηχεί σπαρακτική ή αδιάφορη. Το ξέρουμε ότι δεν μπορούν να υποκαταστήσουν μια ανθρώπινη απουσία.
Τελικά το δείπνο των ανθρώπων ετοιμάζεται, άλλος το ετοιμάζει, άλλοι το πλησιάζουν για να το γευτούν, όμως τελικά μένει στην ψυχή του καθενός ως ανεκπλήρωτη επιθυμία της ‘κοινωνίας’. Ούτε η επίκληση της φυσικής πείνας τού «Κοριτσιού» αρκεί για να συντελεστεί. Το κρασί μόνο καταναλώνεται, που μαλακώνει τα πάθη της ψυχής.

Kαι δεν θα χωρίσουμε ποτέ Γιον Φόσε

Μετάφραση: Ανδρέας Στάικος και Ειρήνη Τσολακέλλη
Σκηνοθεσία: Θεόδωρος Εσπίριτου
Σύνθεση ήχων - Μουσική: Ορέστης Καμπερίδης
Σκηνικά: Χρήστος Κωνσταντέλλος
Κοστούμια: Έφη Μαραμένου
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Βοηθός Σκηνογράφου: Ευθύμης Γκίνης

Διανομή με σειρά εμφάνισης:
ΕΚΕΙΝΗ: Αντωνία Γιαννούλη
ΕΚΕΙΝΟΣ: Δημήτρης Πλειώνης
ΚΟΡΙΤΣΙ: Νάντια Καβουλάκου

Δημήτρης Παλάζης, 03/08/2010

Βασίλης Μανουσάκης, Μιας σταγόνας χρόνος, εκδ. Πλανόδιον


Είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Βασίλη Μανουσάκη, διδάσκοντος στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, μεταφραστή, επιμελητή και μέλους της συντακτικής ομάδας του ηλεκτρονικού περιοδικού για την ποίηση .poema..
Τα πρώτα ποιήματα της συλλογής: Το πέταγμα του πουλιού, Το πεφταστέρι, Δυο ηλιαχτίδες, Γαλήνη, Το δέντρο εισάγουν τον αναγνώστη στο λυρικό χορό των συναισθημάτων, όπου «το πέταγμα του πουλιού/ αφήνει μόνο ωραίες αναμνήσεις/ Λύτρωση», οι «Δυο ηλιαχτίδες/ μέσα στα μάτια σου/ μου διηγούνται/ τη δική μου ζωή», η Γαλήνη που απλώνεται και τα σκεπάζει όλα, το δέντρο που «αρκεί που σε βλέπει». Μετά τις πρώτες αυτές λυρικές ανάσες, ο ποιητής ανοίγεται στο υπαρξιακό βάθος με τις Διαπιστώσεις, το ‘νεκρό’ Σώμα «σ' ένα ποτάμι νερό, κενό/ φουσκωμένο με ψέματα», στην Εξέλιξη, όπου «κάπου χάνει μια ζωή και δεν θυμάται πια τη ώρα ήταν».
Ποιήματα όπως Ένας αλλιώτικος ήλιος, Το ουράνιο τόξο και οι Εικόνες προσφυγιάς συνομιλούν με θέματα της σύγχρονης πραγματικότητας.
Περισσότερο αυτοαναφορικά είναι τα ποιήματα: Σπίτι χτισμένο με ιδέες, Μέσα στον καθρέφτη, η Bαρύτητα, Το Αίσιο τέλος και Το τέλος του τέλους που κλείνει τη συλλογή.

Κάθε ποίημα του Βασίλη Μανουσάκη έχει κάτι να πει, κλειδώνει το νόημα του με σαφήνεια. Ένας αέρας κλασσικής γραφής διαπερνά τη συλλογή, χωρίς ιδιοτυπίες και τις συνήθεις απόπειρες εντυπωσιασμού που βρίθουν σε πολλούς νέους ποιητές. Μια απαλή ευαισθησία κι ένα νιάσιμο για ό,τι συμβαίνει εντός και εκτός διαπερνούν τη γραφή και δίνουν το χαρακτηριστικό χρώμα που δίνει το στίγμα του ποιητή και τον καθιστά αναγνωρίσιμο.
Η φαινομενική λιτότητα, ο χαμηλότονος υπαινικτικός λόγος, οι υπαρξιακές αναζητήσεις και διαπιστώσεις σε συνδυασμό με την ήπια συναισθηματική φόρτιση διαφεύγουν το σκόπελο της εγκεφαλικής γραφής και γέρνουν τη ζυγαριά προς όφελος μιας 'καθαρής' ποίησης, δηλαδή μιας ποίησης που συνομιλεί με τις πηγές της στη βάση της αισθητικότητας της ίδιας της γραφής της.

Δημήτρης Παλάζης, 15/07/2010

Λένα Καλλέργη, Κήποι στην άμμο, εκδ. Γαβριηλίδη


Με του Κήπους στην άμμο, την πρώτη της ποιητική συλλογή, η γλωσσολόγος Λένα Καλλέργη δίνει τα διαπιστευτήριά της ως ποιήτρια.
Από τη θάλασσα των λέξεων τής έτυχε ο κήπος της ποίησης. Η ποιήτρια-κηπουρός μπορεί να καλλιεργήσει τα λιμάνια της, να φυτέψει και να δώσει μια νέα ζωή στα καράβια της, στα λουλούδια, στον ορίζοντα. Ν’ αφήσει τη θάλασσα να εισέλθει, το χταπόδι να στηρίξει να κλήματα, οι καρδιές των μαρουλιών να κλείσουν κοχύλια. Ένας κήπος στην άμμο διαλέγεται με τη θάλασσα ως κομμάτι της ύπαρξής του μέχρι να ξαναγίνει άμμος.

Θαλασσινός κι ο έρωτας, με το «πρόσωπό του μισό ψάρι», το «δαχτυλίδι (των αρραβώνων) από χορτάρι/ Όταν μαραίνεται να της φτιάχνει καινούριο». Η ποιήτρια κατανοεί το μέγεθός του απ’ την ανάγκη να τον εξυμνήσει, να του γράψει ποιήματα, «ν’ αποτυπώσει τα δάκρυά του σ’ ένα μαξιλάρι από χαρτί». Θέλει να την ταξιδέψει ο έρωτας, να πετάξει μακριά απ’ το δέντρο το σπίτι και τα τετριμμένα. Όμως «όλο ετοιμάζεται, όλο αργεί αυτός ο γάμος».

Χαρακτηριστική είναι η ικανότητα της Λένας Καλλέργη να μετουσιώνει απλά νοήματα, εικόνες, σκέψεις σε εκλεπτυσμένους στίχους γεμάτους χρώματα, συνθέσεις λυρικές που οδηγούν στην αισθητική απόλαυση. Οι λέξεις την παρασέρνουν, αφήνεται να οδηγηθεί απ’ αυτές, έμπειρη οδηγός η ίδια, συλλέγει κατόπιν το φτερωτό υλικό τους, μαθαίνοντας να εκτελεί τη συνταγή ανάμειξης του βιώματος με την θεωρητική γνώση και εμπειρία.

Στη συλλογή περιλαμβάνονται τριάντα δύο ποιήματα που αντικατοπτρίζουν την εξέλιξη της αυτογνωσίας της. Το επίπεδο της γραφής είναι υψηλό και μπορεί να κορυφώνεται σε μοναδικές στιγμές. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι διαφαίνεται μια υποσχόμενη συνέχεια, όταν το βιωματικό υλικό της νεαρής ποιήτριας αυξηθεί και γονιμοποιήσει τη γραφή της με νέο βάθος.


Το φύλο μιας μέρας στο τρένο

Όμορφος που ήσουν
Το πρόσωπό σου μισό ψάρι
Μισό φίδι
Μισό γύπας που μελαγχολεί
Τα μάτια σου ακοίμητες λίμνες
Τα χείλη σου διασταύρωση ορτανσίας και νέγρας
Τα λόγια σου έξω απ’ τα παράθυρα
Μάνταλα
Τα μαλλιά σου καπνός

Ας έπεσα έξω
Στην ώρα άφιξης του έρωτα
Στις καλές μέρες για απόγονους
Και στην τοποθεσία των σταθμών

Ξέρω ότι ήσουν love story
Γιατί σου έγραψα ποιήματα
Κι αναμφίβολα
Η Τετάρτη είναι αγόρι.

Δημήτρης Παλάζης, 30/06/2010

Λευτέρης Πούλιος, Ποιήματα - Επιλογή 1969-1978, εκδ. Κέδρος


Στη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα Επιλογές 1969-1978 του Λευτέρη Πούλιου(1944) περιλαμβάνονται τέσσερις ποιητικές ενότητες που έχουν εκδοθεί παλαιότερα: Ποίηση 1 (1969), Ποίηση 2 (1973), O γυμνός ομιλητής (1977) και Το αλληγορικό σχολείο (1978).
Κατά κύριο λόγο ποιητής της γενιάς του ’70 με παρούσα την πολιτική διάσταση του ποιητικού του λόγου, την ζωντανή και ενεργητική συνειδησιακή συμμετοχή στα τεκταινόμενα της εποχής του που φέρνει στο νου τη γενιά των μπιτ.
Ο λόγος του αντιστέκεται στην ισοπέδωση των αξιών, με την ορμή του δημιουργικού πνεύματος. Είναι καταγγελτικός ,με επαναστατική διάθεση ανατροπής των κατεστημένων και των μηχανισμών τους που μαστίζουν τη χώρα, εμποδίζοντας κάθε υγιή προσπάθεια αντίδρασης, την οποία εξουδετερώνουν με μια ύπουλη διαδικασία οικειοποίησης. Βιώνει επώδυνα ό,τι βιώνουν και οι συνάνθρωποί του, τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής στη σύγχρονη καπιταλιστικής κοινωνία, την αλλοτρίωση, το οικιστικό αλαλούμ της μεγαλούπολης και τα οικολογικά προβλήματα, τη μοναξιά και τον εξοβελισμό των αισθημάτων, η μισερή δικαιοσύνη, η εμπορευματικοποίηση όλων εν τέλει. Για τον Λευτέρη Πούλιο η κοινωνία που ανέχεται ή φοβάται έχει μερίδιο ευθύνης, όπως και οι πρωτεργάτες της αλλοτρίωσης. Κι ο ίδιος ο Θεός έχει ευθύνη όσο δείχνει πως παραμένει αμέτοχος.

Εμφανίζεται στην αρχή με εκτενή ποιήματα, νεανική ζωντάνια, ρητορική διάθεση, επική ανάπτυξη με έντονο το δραματικό στοιχείο. Η ‘ηλετροφόρα’ έμπνευσή του μέσα από μια κατάσταση μέθης και παροξυσμού κατευθύνει ενορατικά τις σκέψεις του προς τα μεγάλα σύγχρονα προβλήματα, τις αλλαγές που συντελούνται, ανοίγοντας το χωνί της γραφής του και στον ευρύτερο κόσμο. Ύφος απελπισμένο, αλλά και φιλεύσπλαχνο, πόθος μεγάλος να μοιραστεί, να επικοινωνήσει, να άρει τη μοναξιά. Μαζί με τους νέους της εποχής του θέλει ν’ απομακρυνθεί απ’ την ψευδεπίγραφη κοινωνία, τη συμβιβασμένη και πληκτική. Να δώσει ένα νέο όνομα κι ένα νέο όραμα στα πράγματα.
Ο Λευτέρης Πούλιος πιστεύει στον ενορατικό και λυτρωτικό ρόλο της ποίησης. Ο ποιητικός σπαραγμός του είναι ένα εκρηκτικό μίγμα προσδοκίας και άρνησης, μια βίαια άρνηση που προκύπτει από την επίγνωση της ανθρώπινης πορείας απανθρώπισης και αναπέμπει σε μια σφοδρή προσδοκία αγνότητας και μυσταγωγικής αγάπης.

Με Το αλληγορικό σχολείο αρχίζει ήδη εμφανίζεται μια στροφή στη γραφή του, μια εσωτερική αναδίπλωση στο προσωπικό είναι, που θα γίνει περισσότερο έκδηλη στις συλλογές που θα ακολουθήσουν. Ο λόγος αποκτά περισσότερη αποσπασματικότητα, ο ρητορικός τόνος πέφτει και η έκταση των ποιημάτων μικραίνει.

ΑΣΜΑ (Ποίηση 1)

Η μηχανή σπάει τις πέτρες σαν κόκαλα μικρού παιδιού
κάποτε συντρίβει τα χέρια του χειριστή πάντοτε
ακολουθεί ένα νόμο.
ο τραγουδιστής Ντύλαν που είχε μια κιθάρα και μια καλύβα
στον Αμαζόνιο έφτυνε στο ποτάμι ακολουθώντας δικό του νόμο
για να χωθεί στα γρανάζια της μηχανής
απ’ την καλύβα και το ποτάμι.
άνοιξε
μία
τρύπα και βούλιαξε μαζί με την κιθάρα
στον Αμαζόνιο ουρλιάζοντας ένα σκοπό αψηφώντας
στα φρεναρίσματα της μηχανής στην αγκαλιά
της πόρνης εκμετάλλευσης
κατέληξε
νικημένος
πια.
το μηχάνημα εξαπέλυσε ένα βλήμα στη σελήνη
αν και θα διαγείρει τις συνειδήσεις των νεκρών.
ο Ντύλαν μπροστά στο χωνί μασούσε χαλίκια
σαν υποταχτικό σκυλί.
γύρω του έσπαγε η κραυγή η πρωτινή του
πάνω σε τζάμια σε γρανάζια σε μάνατζερς
όχι σαν κραυγή που αδυνατεί να τρυπήσει ένα τύμπανο
ή ένα τζάμι, μα σαν οργανισμός από νερό
που πνίγεται στο νερό,
ήρεμα
οργισμένα
και γίνεται ψάρι.
αυτό το χρονικό μιας καλύβας
το ποτάμι ακολουθώντας τον νόμο του το χρήμα σαρώνοντας
τις θελήσεις, μια κοπέλα με παίδευε χθες όλη νύχτα
χτίζαμε έναν πύργο με χάδια το πρωί μας τον γκρέμισαν
ίσως να μην την ξαναδώ, πού θα πάω αλήθεια;
ο Θεός με παιδεύει
ξεκινώντας από ένα σύννεφο κοπριάς μέχρι
το μπρούντζινο άγαλμα του ήρωα
το μυαλό μου είναι θολό από χιλιάδες σαλιγκάρια
κι η παλάμη μου μια εξέδρα καθώς
ταξιδεύει για την Αφροδίτη
ω να ’ξερα να σου μίλαγα, χρόνε,
με διφορούμενα πέδιλα αγώνων σκοτώνοντας νόμους
συμβιβασμούς παραδόσεις ακολουθώντας τον δικό μου νόμο
μα τότε δεν θ’ άξιζα όσο μια μηχανή;

Δημήτρης Παλάζης, 28/06/2010

Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Σταύρος Καμπάδαης, Με την τρίτη παίρνεις το χρίσμα ή καίγεσαι; εκδ. Αλεξάνδρεια


Η συλλογή Με την τρίτη παίρνεις το χρίσμα ή καίγεσαι; είναι η τρίτη ποιητική συλλογή του Σταύρου Καμπάδαη. Έχουν προηγηθεί οι ποιητικές συλλογές Διαπόμπευση, εκδ. Αλφειός 2004 και Γιατί καθετί που πουλιέται δεν έχει καμία αξία, εκδ. ASHINART 2007.

Είναι γεγονός ότι πολλές φορές το τρίτο βιβλίο ενός ποιητή αποτελεί ένα ορόσημο. Στο πρώτο βρίσκεσαι αντιμέτωπος με το θέμα της έκθεσης στο κοινό, πώς θα σε δουν, δηλαδή. Με το δεύτερο καταλαβαίνεις πως έχεις να πεις κάτι παραπάνω που δεν είπες στο πρώτο, ίσως και κάτι διαφορετικό. Παράλληλα, η σιγή όμως στο χώρο της ποίησης είναι μεγάλη. Οι αναγνώστες εκλείπουν. Η ποίηση έχει τεθεί εκτός των μέσων διάδοσης και παρόλα αυτά δεκάδες ποιητικές συλλογές εκδίδονται κάθε χρόνο σε πείσμα των καιρών. Δικαίως λοιπόν ο Σταύρος Καμπάδαης θέτει το ερώτημα: «Με την τρίτη παίρνεις το χρίσμα ή καίγεσαι;». Το ερώτημα του ποιητή και της γραφής του. Ένα ερώτημα που έχει σχέση με αριθμούς, αλλά στην πραγματικότητα ουδεμία σχέση έχει μαζί τους. Είναι η διαρκής αμφιβολία του ποιητή, η εναλλαγή της αμφισβήτησης με την σιγουριά, με διαβάζουν-δε με διαβάζουν, είμαι ποιητής-δεν είμαι, βάζω κι εγώ ένα λιθάρι στην ποίηση ή δεν βάζω και τι είδους λιθάρι είναι αυτό κ.λπ. κ.λπ.
Σαφώς δεν καίγεται ο Σταύρος Καμπάδαης, αλλά προχωρεί με την τρίτη του συλλογή με μια γλώσσα σταράτη, που μιλά κατευθείαν, χωρίς λοξοδρομήσεις και εκπεσόντες συναισθηματικούς λυρισμούς. Όσοι αναζητούν καλολογικά στοιχεία, δεν θα τα βρουν. Γραφή λιτή, δωρική, με άρωμα μπιτ, σε κατευθύνει στο κέντρο του ποιητικού σημαίνοντος, όπου μετουσιώνονται όλες οι σημαντικές στιγμές του ποιητή και βρίσκει διέξοδο το προσωπικό του σημαντικό, διατηρώντας όλο το άρωμα της νόησης ή της αίσθησης.
Ποιήματα ζωντανά, με φρεσκάδα, μοιάζουν να γράφονται τη στιγμή που βιώνεται το ερέθισμα. Σου απευθύνονται, σου μιλούν σαν να είσαι δίπλα, να μη μεσολαβούν οι αποστάσεις, το χαρτί. Ακούγεται η φωνή του ποιητή, αυτό είναι όλο, σου λέει, αυτό γράφω, έτσι είμαι.
Ο Σταύρος Καμπάδαης εστιάζει στα κύρια σημεία της πραγματικότητας αποστάζοντας την καθημερινότητα. Ακόμα και η είσοδος των ονείρων στην ποίηση του παρουσιάζεται ως ισάξια πραγματικότητα.
Καταστατικά ειλικρινής βάζει το μαχαίρι στην πληγή, όποτε το κρίνει απαραίτητο. Ο Σταύρος Καμπάδαης οδηγείται σ' έναν ποιητικό ρεαλισμό, όπου όμως διαρκώς υποκρύπτεται η διαρκής σκόπιμη απονεύρωση της ρομαντικής διάθεσης, η ανάγκη για την παιδική αθωότητα που ζει στο βάθος και αναζητά στο περιβάλλον τρόπους να βγει και να συνομιλήσει. Οι συνεχείς διαψεύσεις ενός δρόμου επικοινωνίας δίνουν την περισσότερη ένταση στην επιθυμία αυτή.
Δραματικές ψυχολογικές καταστάσεις αναπαρίστανται ως μικρές ιστορίες, φαινομενικά απλές, αλλά βαθιές, που συντονίζουν τον αναγνώστη στον προσωπικό μύθο του ποιητή.

Δημήτρης Παλάζης, 31/5/2010

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Ο δύσκολος θάνατος, εκδ. Νεφέλη


Τον «Δύσκολο θάνατο» του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου (1931-1996) απαρτίζουν επτά ποιητικές ενότητες: «Αισθηματική ηλικία», «Δύσκολος θάνατος», «Ο θάνατος του Μύρωνα», «Ποιήματα για ένα καλοκαίρι», «Νοσοκομείο εκστρατείας», «Ποιήματα της τελευταίας άνοιξης» και «Αργό πετρέλαιο» στην οριστική τους έκδοση.

Ποιητής της Θεσσαλονίκης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου καταθέτει την προσωπική του περιπέτεια, τους πολλούς μικρούς θανάτους που συνοδεύουν την ανθρώπινη ύπαρξη ώς τον οριστικό. “Ο δύσκολος θάνατος» αποκρυσταλλώνεται σε στίχους χωρίς μελοδραματισμούς και εξάρσεις, αλλά ψύχραιμα, σε απόσταση από το γεγονός, μέσα από τη μνήμη και την αναπόληση.
Οι εσωτερικές ζυμώσεις έχουν καταλήξει, η μοναξιά δεν λησμονιέται, είναι παρούσα. Εδώ κι εκεί μοναξιά, το πρόσωπο αλλάζει, το ομορφαίνει η επιθυμία και το αποκαλύπτει η στέρηση, η φθορά..
Η ποίηση Ασλάνογλου δεν παίζει με τις λέξεις και τους κλισαρισμένους στίχους που συνήθως κληροδοτούνται. Οι μικρές καθημερινότητες υπεισέρχονται στους στίχους του και μεγαλώνουν μετουσιωμένες σε περιγραφές αισθημάτων, σε ατμόσφαιρες όπου το ποιητικό υποκείμενο δίνει τη μάχη της ουσίας του, της ύπαρξής του. Το μοιραίο του τέλους, του αποχωρισμού γίνεται το μοιραίο των στίχων, της κατάληξης του ποιήματος. Οι λέξεις, σαν να υπακούουν μια αόρατη διαταγή, ενορχηστρώνονται για να παίξουν το τελευταίο κεφάλαιο της πραγματικότητας στο δικό τους εξίσου πραγματικό χώρο. Μόνο που το τέλος είναι ήδη γνωστό απ' την αρχή του ποιήματος. Ο ποιητής γνωρίζει ήδη το προσωπικό του σενάριο. Στη ζωή υπάρχουν φορές που ελπίζεις ν' αλλάξουν τα πράγματα. Εκεί περιμένεις μια καλύτερη μέρα. Στην ποίηση όμως που αποστάζει η πραγματικότητα δείχνει το γυμνό της πρόσωπο, την αλήθεια που υπηρετεί αντλώντας απ' τα βάθη του είναι.

Το τοπίο παίζει σημαντικό ρόλο στην ποίηση του Ασλάνογλου. Είναι το εναλλακτικό οδοιπορικό της ψυχής του, στο χάρτη του οποίου καρφιτσώνονται τα βιώματα. Η δράση του τοπίου, η παρουσία του και η ο βαθμός ανεξαρτησίας του από το συνδεδεμένο βίωμα προσδίδουν πλούτο στις συναισθηματικές αποχρώσεις της ποίησης του, καθιστώντας τη ‘ζωντανή’ σε χαμηλόφωνα κρυπτικά σκηνικά.
Η σύγκρουση του εξωτερικού κόσμου με τον εσωτερικό οδηγεί σε μια εσωστρεφή γραφή, όπου αφαιρετικά, με χρήση συμβόλων και νέων νοηματοδοτήσεων στην γλώσσα, αναπτύσσεται η άλλη πραγματικότητα, εκείνη του εαυτού.
Ο έρωτας χωρίς ελπίδα, η περιπλάνηση της μοναξιάς και του χωρισμού, η απουσία του αγαπημένου προσώπου, η απουσία της αληθινής επαφής είναι οι συνθήκες του ποιητικού του έργου. Διατρέχουν το βιωματικό υλικό που καταγράφηκε, και, μέσω αυτού, ‘προφητεύουν’ το μέλλον. Είναι το δράμα ενός παρόντος, η επιλογή να ζεις ένα ‘προφητικό’ παρόν, ένα παρόν ‘δυνάστη’, που χρόνο με το χρόνο στερεί την ελπίδα από το όποιο μέλλον.
Ο ποιητής κατοικεί και λιμνάζει στο πένθος. Γι’ αυτό ταξιδεύει στα τοπία του, σημειώνει τους χάρτες τους με τα λυρικά χρώματά τους. Το δράμα παίζεται αλλού, η καταιγίδα είναι εσωτερική κι όταν απομακρύνεται, απ’ τα συντρίμμια προβάλλει το αλόγιστο ξόδεμα. Όχι το αλόγιστο ξόδεμα του ταξιδιού, αλλά το αλόγιστο ξόδεμα του πάθους και της ελπίδας που κάποια στιγμή κατάφερε να εισβάλλει και να τον αναταράξει, για να τον εγκαταλείψει κατόπιν στην πικρή ερημία του πεπρωμένου.

Δημήτρης Παλάζης, 21/05/2010

Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, Το επάγγελμα της κυρίας Γουόρεν


Η κόρη της κυρίας Γουόρεν, η Βίβι επιστρέφει από τις σπουδές της στο Κέμπριτζ, στις οποίες αρίστευσε. Ανακαλύπτει όμως ότι τα χρήματα για τις σπουδές της προέρχονταν από την πορνεία της μητέρας της. Η σύγκρουση των δυο γυναικών είναι αναπόφευκτη. Όταν όμως η κυρία Γουόρεν εξιστορεί τις συνθήκες ανέχειας που την οδήγησαν στην πορνεία, οι δυο γυναίκες προς το παρόν συμφιλιώνονται. Τα πράγματα όμως δεν τελειώνουν εκεί. Ο φίλος της κυρίας Γουόρεν, ο σερ Τζορτζ Κροφτς, θα αποκαλύψει στη Βίβι ότι η μητέρα της συνεχίζει να εξασκεί το ιδιαίτερα επικερδές επάγγελμά της…

Το έργο γράφτηκε το 1893. Η παράσταση όμως απαγορεύτηκε λόγω του περιεχομένου της, με δυσμενείς χαρακτηρισμούς για το συγγραφέα, και έπρεπε να περάσουν 9 χρόνια για να ανέβει πρώτη φορά, σε ερασιτεχνική παράσταση.
Ο Σο θέτει σημαντικά ζητήματα στο «επάγγελμα της κυρίας Γουόρεν», που προφανώς ενόχλησαν την άρχουσα τάξη της εποχής. Τα κοινωνικά ήθη των καιρών, η θέση της γυναίκας σ’ έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, το δικαίωμά της στη δουλειά και τη μόρφωση, η διαφθορά του χρήματος είναι μερικά από τα παραδηλούμενα του έργου που ενόχλησαν το 1893, αλλά που το καθιστούν ακόμη και σήμερα επίκαιρο.

Είναι φυσικό στο κοινωνικό μήνυμα που θέλει να περάσει ο Σο να θυσιάζονται κάπως οι χαρακτήρες σε στερεότυπα. Ο μεγαλοφυής Σο όμως το χρησιμοποιεί ως πλεονέκτημα στην εκπληκτική κορύφωση της τελευταίας σκηνής, όπου χωρίζουν η δρόμοι μάνας και κόρης. Ένας χωρισμός που αντικατοπτρίζει όλους τους μοιραίους, αλλά φυσικούς χωρισμούς των δρόμων των παιδιών από τους γονείς. Η πληρότητα του έργου παίζεται στην τελευταία σκηνή, από την αρχή όλα εκεί οδηγούν, παρά την ανθρώπινη επιθυμία της εξιδανίκευσης της σχέσης παιδιού με γονέα.
Αυτή η δραματική εκτόνωση με τους χαρακτήρες του έργου παίζεται πολυάριθμες φορές στην ανθρώπινη κοινότητα. Κατανοούμε τη Βίβι που απορρίπτει τη μητέρα της, κατανοούμε τις προκαταλήψεις της, το ότι στην ουσία ποτέ δεν είχε τη μάνα της δίπλα της, συλλαμβάνουμε όμως και τη σκληρότητα της απόφασής της. Η αλήθεια είναι ότι η ανθρωπότητα προχωρεί με συγκρούσεις που η μια διαδέχεται την άλλη. Το καινούργιο για να διαδεχτεί το παλιό πρώτα το απορρίπτει, παρόλο που και τα δυο έχουν περισσότερα κοινά από διαφορές.

Τα σκηνικά της Τίτης Κυριακίδου μεγαλόπρεπα - μου θύμισαν σκηνικά όπερας -, αλλά ο άπλετος χώρος δεν ενσωματωνόταν στις κινήσεις των ηθοποιών. Μόνο στην τελευταία σκηνή που το σκηνικό ήρθε κοντύτερα προς το κοινό ο χώρος ισορρόπησε και συνέβαλε στην κορύφωση.

Ο Ανδρέας Βουτσινάς έδωσε ένα σύγχρονο τόνο στους ρόλους καθιστώντας τους πιο οικείους και τονίζοντας ότι τα σημεία των καιρών είναι ίδια.

Διαπιστώνει κανείς εύκολα ότι οι ηθοποιοί έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν και η εμπειρία τους φάνηκε ιδιαίτερα στις κορυφώσεις του καθενός ρόλου.
Ο πατέρας αυτής της δραματικής ιστορίας, ο Ντίνος Καρύδης, ως εφημέριος Γκάρντνερ μου άρεσε ιδιαίτερα.

Η μουσική του Στέφανου Κορκολή, κυρίως στις αλλαγές των πράξεων, συνδράμει στη διατήρηση του δραματικού κλίματος.

Σκηνοθεσία: Ανδρέας Βουτσινάς
Μετάφραση: Βάσια Παναγοπούλου - Χρήστος Καρχαδάκης
Σκηνικά: Τίτη Κυριακίδου
Κοστούμια: Βασίλης Ζούλιας
Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Μουσική: Στέφανος Κορκολής

Διανομή (με σειρά εμφάνισης):
Βίβι Γουόρεν: Βάσια Παναγοπούλου
Πράιντ: Γιάννης Καρατζογιάννης
Κυρία Γουόρεν: Αλεξάνδρα Λαδικού
Τζορτζ Κροφτς: Νίκος Γαλανός
Φρανκ Γκάρντνερ: Στράτος Τζώρτζογλου
Εφημέριος Γκάρντνερ: Ντίνος Καρύδης

Θέατρο Ορφέας - Σκηνή «Ανδρέας Βουτσινάς»
Πανεπιστημίου 38 και Ιπποκράτους


Δημήτρης Παλάζης, 24/4/2010

Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

Γουίλιαμ Μπάροουζ, Junky, εκδ. Απόπειρα



Το οδοιπορικό του Μπιλ Λι μέσα απ' τους δρόμους των ναρκωτικών αρχίζει, όταν ένας νεαρός κακοποιός κλέβει μια μέρα ένα όπλο και του ζητά να του βρει αγοραστή.
Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής του Γουίλιαμ Μπάροουζ (1914-1997) - ηγετική μορφή της γενιάς των μπιτ - μας μεταφέρει σ’ έναν εφιαλτικό κόσμο, με ακραίες ψυχικές καταστάσεις, τους παροξυσμούς ενός εξαρτημένου από τα ναρκωτικά, εγκλωβισμένου σ’ ένα κορμί που αποζητά τις δόσεις του, το κυνηγητό για την καθημερινή πρέζα στα σοκάκια της Νέας Υόρκης, της Νέας Ορλεάνης και της Πόλης του Μεξικού.
Ο εφιάλτης είναι πάντα παρών, απενοχοποιημένος, γυμνός. Ένας κόσμος άγριος, κυριαρχημένος από τη ζωή της πρέζας, τους μικροπωλητές και συνάμα χρήστες, τους μεγάλους και τους μικρούς του συναφιού, που ζει και αναπτύσσεται δίπλα στον «φυσιολογικό» γνωστό μας κόσμο. Ο ναρκομανής χρησιμοποιεί το αισθητήριό του για να βρίσκει τα στέκια της πρέζας, όπου κι αν βρίσκεται ν’ ανακαλύπτει τον κόσμο που ανήκει.
Η απλότητα και την ειλικρίνεια της αφήγησης του Μπάροουζ παρουσιάζει τολμηρά λεπτομέρειες από τις σκέψεις, τη ψυχολογία και τις πράξεις των εξαρτημένων στον κόσμο της βελόνας και της σιωπής, όπου οι χειραψίες με το θάνατο είναι συνήθεις και αναμενόμενες. Ρυθμιστής των πάντων η ανάγκη και η αγωνιώδης εξυπηρέτησή της. Μέσω των εξαρτημένων μας μιλά για τη σχέση μας με το σώμα μας και τις φοβίες μας, συνδυάζοντας τη βιωμένη γραφή με την εξερεύνηση των μύχιων του εσωτερικού ανθρώπινου διαστήματος
Το αίσθημα του ανοίκειου που δημιουργεί η εκ των ένδον εξιστόρηση του τοξικομανούς κ. Λι λειτουργεί με καθοριστικό τρόπο στην καθήλωση του αναγνώστη και υποκαθιστά τη χαλαρή ή συμπτωματική πλοκή. Ο κόσμος του κ. Λι διεκδικεί την αυτονομία του, απογυμνώνοντας την κοινωνική και πολιτική υποκρισία που περιβάλλει το θέμα του εθισμού. Από τον κόσμο του απουσιάζει η ενοχή. Ο κόσμος της πρέζας είναι έτσι.
Αλλά ο Μπάροουζ προχωράει και παραπέρα. Βάζει το μαχαίρι στην πληγή. Μιλάει για το «φτιάξιμο», ως επιθυμία και αναζήτηση να βλέπεις τα πράγματα από διαφορετική, ξεχωριστή σκοπιά. Ο Λι ομολογεί ότι επιζητεί το φτιάξιμο. Αηδιασμένος από τα ναρκωτικά, από την ίδια του τη σάρκα που γερνάει και γίνεται όλο πιο τυραννική και φοβισμένη, αναζητά το ύστατο φτιάξιμο σε μια καινούργια ουσία, το yage. Τολμηρό διάβημα για την εποχή του, για την εποχή μας επίκαιρο.

Δημήτρης Παλάζης, 15/04/2010

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Τζακ Κέρουακ, Στο δρόμο, εκδ. Πλέθρον


Πενήντα χρόνια μετά το θάνατο του Κέρουακ (1922 - 1969), ενός από τους κύριους εκπροσώπους της γενιάς μπιτ, και το μυθιστόρημά του «Στο δρόμο» έχει ήδη διαγράψει την πορεία του ταξιδεύοντας τους χιλιάδες αναγνώστες του ανά τον κόσμο.
Το αυτοκίνητο, μια μηχανική προέκταση της αφήγησης αλλά και «ζωντανός» ήρωάς της, γίνεται ο μοχλός του ταξιδιού, της περιπλάνησης του πρωταγωνιστή Σαλ Παραντάις με τον Νιλ Μόριαρτι. Γεμίζει την αφήγηση με εναλλαγές τοπίων της αμερικανικής υπαίθρου, μεγάλων και μικρών πόλεων. Στο δρόμο για το Ντένβερ, το Σαν
Φραντζίσκο, το Λος Άντζελες, το Τέξας και τελικά για το Μεξικό προβάλλει μια ανάγλυφη εικόνα της Αμερικής τέλη δεκαετίας του '40.

Τα αισθήματα εναλλάσσονται, άνθρωποι μπαίνουν και βγαίνουν στην αφήγηση. Η ζωή ακατέργαστη, αραφινάριστη, σε διαρκή ροή. Η ευαισθησία εξημμένη, οι μυρουδιές σ’ όλη τους την ένταση, οι ήχοι σ’ όλο τους το βάθος. Μια αυτόνομη ζωή πλατύτερη απ’ τη συνηθισμένη μου αγκαλιάζει την εμπειρία αχόρταγα. Η μουσική τζαζ ιερουργείται μέσα από τις βιωματικές περιγραφές του συγγραφέα που είναι λάτρης της. Η εμπειρία μακραίνει ως τον μεταφυσικό συγκλονισμό.

Η κίνηση διακατέχει τους δυο πρωταγωνιστές, δεν έχουν ιδιαίτερες φιλοδοξίες, δεν τρέφουν όνειρα. Ζουν στη σκιά του αμερικάνικού ονείρου, που γι ’αυτούς είναι η πραγματική ζωή. Κόντρα στο σύστημα, μέσω της ελευθερίας της κίνησης, αναζητούν το δυνατό βίωμα, το μοναδικό βίωμα που αξίζει να αναζητήσεις κανείς.
Σε σύγκριση με τα υπαρξιακά βάθη της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, το μυθιστόρημα του Κέρουακ μένει σε μια κατά βάση ρομαντική περιγραφή της ανθρώπινης ύπαρξης εμπλουτισμένης με ανατολίτικες μυστικιστικές διεξόδους. Κρατά για τον εαυτό της σφιχτοδεμένα όμως την εξαιρετική αίσθηση ροής των ταξιδιών, το πάθος της αντισυμβατικής αναζήτησης, την ανάδειξη της πυκνότητας του απλού σε ουσιώδες.
Το είδωλο του Σαλ, ο Ντιν, καίγεται μέσα σ' ένα καζάνι υπερβάλλουσας ενεργητικότητας, λιώνει για να ανασυσταθεί εκ νέου στην αναζήτηση ενός βαθύτερου άνθρωπου. Ο Κέρουακ περιγράφει αυτές τις μορφώσεις, απαλείφοντας για ενδιάμεσα κενά, τα γεμάτα συμβατικότητες. Η περιγραφή του είναι η πεμπτουσία ενός ονείρου που διακατέχει τον ιστό της, μια υλική και πνευματική δραπέτευση απ' την καθημερινότητα, της οποίας το βάρος είναι αντιστρόφως ανάλογο της απουσίας της. Η ζωή δεν είναι μόνο τα πάρτι, τα μεθύσια, τα ταξίδια και όλα τα άλλα. Δομείται από απροσμέτρητες διαμεσολαβήσεις της καθημερινότητας με όλες τις συμβατικότητες που εμφανίζονται αδιαπέραστες. Οι ήρωες του Κέρουακ έχουν όμως την ανάγκη να πειραματιστούν, να δραπετεύσουν, να βρεθούν στο δρόμο για ένα εναλλακτικό ταξίδι που θα φορτίσει τις
αποστεωμένες μπαταρίες για να κρατήσουν μέχρι το επόμενο ταξίδι.

Δημήτρης Παλάζης, 9/4/2010

Πέμπτη 8 Απριλίου 2010

Ευγενία Μεταξά, Χωρογράφηματα, εκδ. Διάττων


Με το πρώτο της βιβλίο η Ευγενία Μεταξά χωρογραφεί τον προσωπικό της ποιητικό χώρο. Στα «Χωρογραφήματα» περιλαμβάνονται τρεις ενότητες: Διαθέσεις Ι, Συγγένειες και Διαθέσεις ΙΙ και χαρτογραφούν την ποιητική της πορεία.

Την ποιήτρια απασχολούν προσωπικά και κοινωνικά θέματα, της καθημερινότητας. Βρίσκουμε στίχους αφιερωμένους στους νέους του οικείου της περιβάλλοντος, όπως ο ανιψιός της Αχιλλέας στο "Πνέοντας τα λοίσθια" (σ. 25), η "άγνωστη μικρή Δανάη" (Ευτελής πράξη, σ. 26), η "ανιψιά της Αριάδνη" (Κατόρθωμα, σ. 30)
Επίσης θέματα που τη συγκινούν και ανταποκρίνεται άμεσα γράφοντας στίχους, όπως το ποίημα "Σταυρός" (σ. 24), αφιερωμένο στο Γιάννη, που 'έφυγε με μηχανή' 21 χρόνων.

Δροσερό πνεύμα η Ευγενία Μεταξά ξαναφρεσκάρει τις παλιές στιχουργικές αναμνήσεις μας με τις ομοιοκατάληκτες και ρυθμικές συνθέσεις της, με απόηχους στίχων του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού, από τις οποίες συνθέσεις πολλές θα μπορούσαν κάλλιστα να γίνουν ωραία τραγούδια.

Η γραφή της έχει την ικανότητα από τη μια να πατάει στέρεα στη γη κι από την άλλη να ονειρεύεται. Από τις "Διαθέσεις ΙΙ" και μετά σηματοδοτείται ένα άνοιγμα σε περισσότερο περίπλοκες συνθέσεις. Η ρυθμική παραμένει, αλλά οι ομοιοκαταληξίες φθίνουν όσο προχωράμε. Στοn "Κύκνο", το τελευταίο ποίημα του βιβλίου, ο στίχος είναι πλέον ελεύθερος.

Προφανώς η Ευγενία Μεταξά μας ταξιδεύει στο πρώτο της βιβλίο σε επιλογές από τα πρώτα της γραφτά μέχρι τη σημερινή εποχή. Ένα ταξίδι ευχάριστο με τραγουδιστικούς στίχους που αγκαλιάζουν ένα ευρύ φάσμα κοινού. Ο μέσος Έλληνας (αν υπάρχει αυτός ο όρος), ειδικά εκείνος που έχει μεγαλώσει παιδιά, μπορεί ν' ακουμπήσει στους στίχους της τις δικές του σκέψεις, τα δικά του συναισθήματα. Με αναφορά τις δύσκολες στιγμές της εμπειρίας μπορεί να βρει στην Ευγενία Μεταξά έναν άνθρωπο που τον καταλαβαίνει και με τις λυρικές της επιδόσεις και την τραγουδιστική της φόρμα τον φέρνει κοντά της να τραγουδήσουν μαζί.


Δημήτρης Παλάζης, 6/4/2010

Σοφία Στρέζου, Νυχτερινό Πρελούδιο εκδ. Νέα Σκέψη


Στο «Νυχτερινό Πρελούδιό» της η Σοφία Στρέζου στοχάζεται λυρικά πάνω στη ζωή, στην αίσθηση του μοιραίου, που συνεχώς ανακαλύπτεται, επιβεβαιώνεται, κάτι στο οποίο η λογική αδυνατεί να επιβληθεί καθοριστικά. Η συναισθηματική αναστάτωση, το σπάσιμο των κρυστάλλων της ανθρώπινης ύπαρξης, ο αγώνας του ανθρώπου να βρει τη γαλήνη, την ειρήνη μέσα από "ολοένα μετατοπιζόμενα συγκινησιακά επίπεδα" (Δίλημμα, σ. 38), ακολουθούν έναν μεταπτωτικό τρόπο ξεχωριστό για τον καθένα.
Κυριαρχεί η επίγνωση της απώλειας, της φθοράς, του τέλους. Η ‘νίκη’ στις ανθρώπινες σχέσεις είναι μια "νίκη στην τέφρα", η δικαίωση είναι η αγάπη. Η ήττα η απώλεια, η φθορά.

Η σιωπή της Στρέζου είναι η σιωπή της απόγνωσης που την αναπαραγάγει, "η τελευταία άμυνα", "η λευκή σιωπή" (Αναδύεσαι, σ. 32). "Σιωπές που σε δονούν", αλλά και που "παρανομούν" "μπροστά σ' ένα γιατί που ομολογεί". "Σιωπές που ρημάζουν, αφανίζουν, ανταλλάσσουν, κανείς δεν έμαθε με τι" (Αναπόδεικτο, σ. 31).

Ο πάντα περιορισμένος χρόνος, η προοπτική του τέλους, της ολοκλήρωσης κάθε ανθρώπινου βιώματος είναι άρρηκτα δεμένη με την προσωρινότητα της ανθρώπινης ζωής. Αναζητώντας την υπέρβαση ο άνθρωπος επιζητεί να "βιάσει" το χρόνο περνώντας στη σφαίρα του έρωτα, στον "πανικό του χρόνου" (Πρόσωπο με πρόσωπο, σ. 58)
Αφού υπάρχει όμως τέλος, υπάρχει και μια αρχή, που μπορεί να ανανεώνεται:
"Ένας ακόμα θάνατος κάθε βράδυ
και κάθε πρωί,
μια καινούργια άνοιξη
... μόνο για μένα"

(Τέλος - Αρχή, σ. 60)

Τα πρελούδιο της Σοφίας Στρέζου είναι νυχτερινό, η μουσική της νύχτας κυριαρχεί, «σκεπάζοντας μορφές κι όνειρα χτυπημένα με βέλη. Είναι η «νύχτα των πόθων που γεννιούνται και πόθων που καίγονται στη φωτιά του νου και της ψυχής», είναι τα «θύματα της νύχτας». Αλλά και αναζήτηση της ειρήνης, η αναμονή της ειρήνης, μέσα απ’ τον αποκαθαρμό του πόνου.

Στην ποίηση της επιχειρεί ν' απαντήσει στο τρίπτυχο ερώτημα:
"η ζωή, η ηδονή, ο θάνατος". Ή, καλύτερα, αναζητά να δώσει με το δικό της τρόπο αυτές τις θεμελιώδεις ερωτήσεις.
Για την ποιήτρια, «Το να μη γεύεσαι τη ζωή είναι θάνατος, αλλά και το ν' αρνείσαι με πείσμα το θάνατο δεν είναι ζωή». Οι αρνήσεις της ζωής είναι τα προσωπεία του θανάτου, οι ποικίλες μορφές του.
Ο έρωτας είναι καταδικασμένος στον κύκλο αρχής – τέλους που αναπαράγεται, γιατί "η αμετάκλητη άρνηση ικετεύει τον έρωτα" (Η ζωή μου, σ. 8)

Η ποίηση της Στρέζου είναι βαθιά υπαρξιακή, ένας ευθύς και ειλικρινής στοχασμός στα βασικά ανθρώπινα ερωτήματα, ένας διερευνητικός εσωτερικός μονόλογος και μια προσπάθεια κατανόησης της ανθρώπινης εκδήλωσης που διαπερνά την ποιητική κατακλείδα.

Δημήτρης Παλάζης, 30/03/2010

Τρωάδες του Ευριπίδη στο Θέατρο του Νέου Κόσμου


Επίκαιρη και διαχρονική η τραγωδία του Ευριπίδη. Οι τρωάδες, οι αιχμάλωτες γυναίκες της νικημένης και συλημένης Τροίας, έχουν μεταβληθεί σε σκλάβες που είναι εξαναγκασμένες να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και ν’ ακολουθήσουν τους νικητές σε νέους άγνωστους γι’ αυτές τρόπους.

Ο Ευριπίδης, εστιάζοντας στη βασιλική οικογένεια των Τρώων με κεντρικό πρόσωπο τη μαρτυρική Εκάβη, αναδεικνύει με ποιητική ευαισθησία όλα τα δεινά που ακολουθούν τον πόλεμο και δη αυτό της προσφυγιάς.
Η αναλγησία των νικητών σε συνδυασμό με τη γνωστή μοίρα της σκλαβιάς ζωντανεύουν στο δράμα του μεγάλου τραγικού και δίνουν τη δυνατότητα για έξοχες ερμηνείες στην Μαρία Καλλιμάνη στο ρόλο της Ανδρομάχης και στη Μαρία Κίτσου στο ρόλο της Κασσάνδρας. Οι δυο ηθοποιοί κατάφεραν να μεταδώσουν τον πόνο των δύο αυτών μαρτυρικών τρωάδων μέσα από την πειστικότητα του ρόλου που υποδύθηκαν.

Η κατακόρυφη πτώση από τα πρότερα αξιώματα στο επίπεδο της σκλαβιάς και του ξεριζωμού έμοιαζε σ’ όλη τη διάρκεια του δράματος να μην έχει τέλος. Η Λυδία Κονιόρδου εμφάνισε μια Εκάβη που χτυπημένη απ’ όλες τις μεριές δεν μπορούσε να βρει ένα σημείο αναφοράς για να εκφράσει μια «λύπη παραπάνω», αφού το τραγικό διαδεχόταν το τραγικό, ώστε να μην ξέρεις γιατί να πρωτολυπηθείς. Γι’ αυτό που χάθηκε, που χάνεται διαρκώς, για το ζοφερό άγνωστο που έρχεται;…

Για να εξισορροπήσει τον πόνο των Τρωάδων, ο Ευριπίδης αντιπαράθεσε τη συμφωνία των θεών, της Αθηνάς και του Ποσειδώνα, ώστε οι νικητές τελικά να τιμωρηθούν.

Θέλω να ξεχωρίσω τη μετάφραση του ποιητή Παντελή Μπουκάλα, που ξαναζωντάνεψε το αρχαίο κείμενο σε τόσο όμορφη νεοελληνική γλώσσα, σε σημείο που αν το Ευριπίδης μας έβλεπε από ψηλά θα καταχειροκροτούσε.

Τα σκηνικά του Άγγελου Μέντη ασπρόμαυρα, ένα απογυμνωμένο από κάθε χρώμα πένθος.

Με μια φράση, πρόκειται για μια δεμένη παράσταση με εξαιρετικές ερμηνείες που χειροκροτήθηκε θερμά και το άξιζε.


Τρωάδες του Ευριπίδη

Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
Μετάφραση: Παντελής Μπουκάλας
Επιμέλεια κίνησης: Αγγελική Στελλάτου
Σκηνικό - Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Μουσική: Τάκης Φαραζής
Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης
Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα Τσαπάρα

Παίζουν οι ηθοποιοί:
Λυδία Κονιόρδου (Εκάβη)
Γιάννης Τσορτέκης (Ταλθύβιος)
Μαρία Καλλιμάνη (Ανδρομάχη)
Μαρία Κίτσου (Κασσάνδρα)
Μιχάλης Οικονόμου (Μενέλαος)
Ιωάννα Κανελλοπούλου (Αθηνά)
Αμαλία Τσεκούρα (Ελένη)
Ορέστης Τζιόβας (Ποσειδώνας)
Δήμητρα Λαρεντζάκη
Αιμιλία Βάλβη
Ειρήνη Τζανετουλάκου
Ελίτα Κουνάδη
και ο μικρός Μιχάλης Καφούσιας

Θέατρο του Νέου Κόσμου
Αντισθένους 7 & Θαρύπου, ΦΙΞ, τηλ. 210-9212900


Δημήτρης Παλάζης, 29/03/2010

Τόμας Μαν, Το μαγικό βουνό, εκδ. Εξάντας


Το μαγικό βουνό του Τόμας Μαν (1875-1955) είναι ένα μνημειώδες έργο που αποπειράται να φωτίσει βασικές προκλήσεις της ύπαρξης, όπως Θάνατος και ζωή, το μυστήριο του χρόνου, τον έρωτα, μέσα από μια περιπετειώδη διαδικασία που προσομοιάζει με μύηση.
Ο νεαρός μηχανικός Χανς Κάστορπ από το Αμβούργο μεταβαίνει στο διεθνές σανατόριο Μπέργκχοφ της Ελβετίας για να επισκεφτεί τον ξάδερφό του Γιοάχιμ Τσείμσεν. Όμως ένας παρατεταμένος ελαφρύς πυρετός και μια αντίστοιχη ιατρική διαπίστωση οδηγεί τον αυλικό σύμβουλο Μπέρενς, προϊστάμενο γιατρό του ιδρύματος, να του προτείνει μια πιο μακρόχρονη παραμονή. Η παραμονή ανανεώνεται, ώστε η αρχική διάρκεια της επίσκεψης των τριών εβδομάδων να καταλήξει τελικά σε μια επταετή παραμονή.

Ο νεαρός μηχανικός Χανς Κάστορπ από το Αμβούργο μεταβαίνει στο διεθνές σανατόριο Μπέργκχοφ της Ελβετίας για να επισκεφτεί τον ξάδερφό του Γιοάχιμ Τσείμσεν. Όμως ένας παρατεταμένος ελαφρύς πυρετός και μια αντίστοιχη ιατρική διαπίστωση οδηγεί τον αυλικό σύμβουλο Μπέρενς, προϊστάμενο γιατρό του ιδρύματος, να του προτείνει μια πιο μακρόχρονη παραμονή. Η παραμονή ανανεώνεται, ώστε η αρχική διάρκεια της επίσκεψης των τριών εβδομάδων να καταλήξει τελικά σε μια επταετή παραμονή.
Στην πραγματικότητα όμως, ή παράλληλα με τις ιατρικές αιτιάσεις και προτροπές, ο ανοιχτός σε εμπειρίες Χανς Κάστορπ παραμένει γιατί γοητεύεται ή παρασύρεται να γοητευτεί από την ιδιότυπη ατμόσφαιρα του μαγικού βουνού και, με τη διαδοχή των εμπειριών ενός καινούργιου κόσμου, υφίσταται μια συνειδησιακή μετάλλαξη που τον μεταφέρει σε περιπέτειες και «κυβερνητικούς» προβληματισμούς πολλαπλών επιπέδων, αισθησιακών, ηθικών, πνευματικών, που δεν θα είχε τολμήσει καν να ονειρευτεί στα «πεδινά».
Κρίσιμο ρόλο στην παρουσία του στο σανατόριο παίζουν ο μέντοράς του Σεττεμπρίνι, ουμανιστής και ηθικολόγος λογοτέχνης και τέκτων, σε συνδυασμό με τον ρητορικό αντίπαλο του Σεττεμπρίνι, τον Ιησουίτη Νάφτα, καθηγητή των κλασικών γλωσσών και της φιλοσοφίας, καθώς επίσης ο μεγάλος του έρωτας, η Κλάβντια Σωσά και φυσικά ο ξάδερφός του Γιοάχιμ Τσείμσεν.
Πλήθος άλλων ηρώων συμμετέχουν στις συνειδησιακές ανατροπές του νεαρού Κάστορπ: ο αυλικός σύμβουλος Μπέρενς, ο βοηθός Κροκόφσκι και προς το τέλος ο Μυνχέερ Πέπερκορν, άνθρωπος επιβλητικής παρουσίας και προσωπικότητας.
Το σανατόριο εκφράζει μια θανατερή ατμόσφαιρα, που λόγω της ιδιότητάς της διαβρώνει το χαρακτήρα του Κάστορπ, ελκύοντας παράλληλα το ενδιαφέρον του και την περιέργειά του. Μόνο ο μέντοράς του, ο Σεττεμπρίνι, του επισημαίνει ότι οι συνεχείς κατακλίσεις, τα πολυπληθή πλούσια γεύματα και η αποκοπή από το σύνηθες περιβάλλον στα «πεδινά» δεν είναι ό,τι καλύτερο για τον νεαρό μηχανικό.
Το στοιχείο του χρόνου αντιμετωπίζεται με δυο τρόπους στο μυθιστόρημα. Κατ’ αρχάς με την ιστορική έννοια, τοποθετώντας το ιστορικά. Εκεί όμως που εστιάζεται κυρίως ο συγγραφέας και μας δίνει εκπληκτικές στοχαστικές σελίδες είναι το είδος του χρόνου που βιώνει στο σανατόριο ο ήρωάς του. Ο χρόνος απεκδύεται το συνηθισμένο του ένδυμα, τις ανθρώπινες βάσεις του στην επανάληψη, στην κυκλικότητα, στην κίνηση και προσομοιάζει περισσότερο ως εμπειρία στο όριο της απώλειας της αίσθησής του, στην αχρονικότητα. Ο ίδιος ο ήρωας, επιζητώντας κάθε φορά να δίνει μια διαρκή ολοκληρωμένη παρουσία στον κόσμο των ιδεών του, καθιστά κάθε χρονική στιγμή ένα ανανεούμενο παρών.
Οι χαρακτήρες του έργου, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Χανς Κάστορπ εμφανίζονται να υπερβαίνουν εαυτούς, δηλαδή λειτουργούν και ως εκπρόσωποι από κόσμους, φυλές, πνευματικούς χώρους. Σε καμιά περίπτωση όμως χάρις στο διεισδυτικά αναλυτικό ύφος του συγγραφέα δεν χάνουν τη ζωντάνια και την πειστικότητά τους.

Δημήτρης Παλάζης,

Ο "θείος Βάνιας" του Τσέχοφ στο Εθνικό Θέατρο


Στα προτερήματα του «θείου Βάνια» του Τσέχοφ δεν είναι η πλοκή. Εξαιρετικά απλή, λειτουργεί σαν πρόσχημα, σαν αφορμή για να εκδηλωθούν τα συναισθήματα των ηρώων. Ο καθηγητής Σερεμπριακόφ, συνταξιούχος, και η κατά πολύ νεαρότερή του σύζυγος, η όμορφη Ελένα αποφάσισαν να εγκατασταθούν στο υποστατικό τους στη ρώσικη επαρχία. Το υποστατικό συντηρούν για λογαριασμό του καθηγητή ο Βάνιας και η ανιψιά του Σόνια, κόρη του καθηγητή από τον πρώτο του γάμο.

Η εγκατάσταση του ζεύγους Σερεμπριακόφ απορυθμίζει τη ζωή των ανθρώπων του κτήματος και λειτουργεί σαν καταλύτης στα όσα θα διαγραμματιστούν.
Η όμορφη αλλά πιστή Ελένα προκαλεί με την παρουσία της συναισθηματικές αναταράξεις. Χαμένα όνειρα και ανεκπλήρωτοι πόθοι αναδύονται στα κεντρικά πρόσωπα του τσεχοφικού δράματος. Νοιώθουν συνειδητά ή ασυνείδητα τη φθορά και τη μονοτονία της καθημερινότητας, επιζητούν να δοθεί ένα νόημα στη ζωή, να βρεθεί μια διέξοδος. Τελικά η μόνη διέξοδος θα είναι η φυγή ή η παραμονή.

Το σκηνικό του Χέρμπερτ Μουράουερ είναι λιτό - μου φέρνει στο νου προθάλαμο σανατορίου, όπου οι ήρωες είναι ένα είδος εγκλείστων – εξυπηρετεί όμως τους στόχους του Γιάννη Χουβαρδά ν’ αναδείξει την ποιητικότητα των τσεχοφικών διαλόγων και να ψυχογραφήσει τους ήρωες. Η χρήση του βίντεο και της γαλλικής μουσικής και γενικότερα η μεταφορά του έργου σε εποχή κοντά στη δική μας κινούνται προς την κατεύθυνση της ψυχογράφησης των ηρώων και της ανάδειξης των παθών και των κορυφώσεων που διαπερνούν το είναι τους.
Ξεχώρισα την Άλκηστις Πουλοπούλου (Σόνια) στο ρόλο της εργατικής χωριατοπούλας, το Νίκο Χατζόπουλο (Βάνιας) στο ρόλο του έντιμου νοήμονα επιστάτη και του παλαίμαχου Γιάννη Βογιατζή (Μαρίνα), χωρίς οι υπόλοιποι να υστερούν στο σύνολο.

Εξαιρετικά επίκαιρο το οικολογικό μήνυμα που εισέρχεται στο έργο μέσω του γιατρού Άστροφ.


Μετάφραση Χρύσα Προκοπάκη
Σκηνοθεσία Γιάννης Χουβαρδάς
Σκηνικά - κοστούμια Χέρμπερτ Μουράουερ
Μουσική διδασκαλία Μελίνα Παιονίδου
Φωτισμοί Λευτέρης Παυλόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη Νατάσσα Τριανταφύλλου
Βοηθός σκηνογράφου Μαριαλένα Λαπατά

Διανομή:
Σερεμπριακόφ: Μάνος Βακούσης
Ελένα: Μαρία Σκουλά
Σόνια: Άλκηστις Πουλοπούλου
Μαρία Βασίλιεβνα: Μάγια Λυμπεροπούλου
Βάνιας: Νίκος Χατζόπουλος
Άστροφ: Ακύλας Καραζήσης
Τελιέγκιν: Μάνος Σταλάκης
Μαρίνα: Γιάννης Βογιατζής
Εργάτης: Γιάννης Τσεμπερλίδης

Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου
Αγ. Κωνσταντίνου 22- 24, Ομόνοια, τηλ. 2105288170


Δημήτρης Παλάζης, 02/02/2010