Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

Το Γάλα του Βασίλη Κατσικονούρη


Η Ρήνα με τους δυο της γιους, τον Αντώνη και τον Λευτέρη, είναι Ρώσοι μετανάστες στην Ελλάδα.. Οι συνθήκες είναι δύσκολες. Ο Λευτέρης, ο μικρότερος γιος, πάσχει από σχιζοφρένεια και αντιδρά στις θεραπευτικές αγωγές.
Ο Αντώνης, δείχνει να έχει προσαρμοστεί καλύτερα στις συνθήκες ένταξης στην ελληνική κοινωνία. Πρόκειται μάλιστα να παντρευτεί τη Νατάσα, μια ευκατάστατη ελληνίδα, κόρη του αφεντικού του.
Η Ρήνα δείχνει αδυναμία για τον πάσχοντα Λευτέρη και εκ του γεγονότος ότι δεν γεύτηκε ποτέ το μητρικό γάλα…
Σε πρώτο πλάνο, οι τρεις βασικοί άξονες του έργου είναι η σχιζοφρένεια, η μετανάστευση και ο κοινωνικός αποκλεισμός και η σχέση μητέρας-γιού. Σε δεύτερο και βαθύτερο πλάνο τίθεται το ερώτημα των ανθρώπινων σχέσεων.
Ο Λευτέρης που έχει το ελεύθερο του ψυχασθενούς παραπονιέται ότι δεν τον αγαπούν. Το γάλα, προϊόν του μητρικού στήθους, συμβολίζει τη μητρική αγάπη, την αγάπη γενικότερα. Αυτό το ‘γάλα’ αναζητεί ο Λευτέρης, κάτι απ’ το οποίο δείχνει να έχει παραιτηθεί ο μεγάλος του αδερφός, χάριν της ένταξής του στην ελληνικής κοινωνία.

Η ένταση διαδέχεται την τρυφερότητα, το όνειρο τον εφιάλτη, η πραγματικότητα την ψευδαίσθηση και το αντίστροφο. Υπάρχει παλμός στο έργο. Ο Κατσικονούρης δεν χτίζει πάνω στη γλώσσα, αλλά πάνω στα επίπεδα των νοημάτων του.

Οι σημύδες που πλαισιώνουν το σκηνικό του Γιάννη Βάμβουρα δείχνουν ακριβώς αυτό το στοίχειωμα της ρώσικης ψυχής στον ξένο τόπο, δείχνουν τις ρίζες που είναι παρούσες.
Η ερμηνεία του Δημήτρη Πατσή (Λευτέρης) βρήκε γρήγορα το ρυθμό και την ένταση που απαιτείται. Ο Στέφανος Κοσμίδης (Αντώνης) και η Άνθη Κόκκινου (Νατάσα) κινήθηκαν στα πλαίσια των ρόλων τους. Η Άννα Βαγενά, που ήταν και σκηνοθέτης της παράστασης, αντιμετώπισε το ρόλο της Ρήνας μ’ ένα μείγμα συμμετοχής και αποστασιοποίησης.

Η ιστορία του Κατσικονούρη δεν είναι μόνο μια συγκινητική ιστορία. Είναι το υπαρξιακό ανθρώπινο δράμα σε μια μορφή εκδήλωσής του.

Το Γάλα του Βασίλη Κατσικονούρη

Σκηνοθεσία: Άννα Βαγενά
Σκηνογραφία:
Γιάννης Βάμβουρας (πάνω σε μια ιδέα της Άννας Βαγενά)
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Μουσική επιμέλεια: Άννα Βαγενά
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ελένη Πολιτοπούλου

Διανομή:
Μάνα: Άννα Βαγενά
Λευτέρης: Δημήτρης Πατσής
Αντώνης: Στέφανος Κοσμίδης
Νατάσα: Ανθή Κόκκινου

Θέατρο Μεταξουργείο, Ακαδήμου 14, Μεταξουργείο
Τηλέφωνο: 2105234382

Δημήτρης Παλάζης, 5/11/2010

Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

Τα Ποιήματα Α΄ και Β΄ του Νίκου Καρούζου


Ο πρώτος τόμος των ποιητικών απάντων του Νίκου Καρούζου (1926-1990), Τα Ποιήματα Α΄, καλύπτει την περίοδο 1961-1978 και περιλαμβάνει τις συλλογές: Ποιήματα, Η έλαφος των άστρων, Ο Υπνόσακκος, Πενθήματα, Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες, Χορταριασμένα χάσματα, Απόγονος της νύχτας.
Ο δεύτερος τόμος (Τα Ποιήματα Β΄) καλύπτει την περίοδο 1979-1990 και περιλαμβάνει τις συλλογές: Δυνατότητες και χρήση της ομιλίας, Ο ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα, Μονολεκτισμοί και ολιγόλεκτα, Φαρέτριον, Αναμνηστική λήθη, Αντισεισμικός τάφος, Συντήρηση ανελκυστήρων, Νεολιθική νυχτωδία στην Κρονστάνδη, Ερυθρογράφος, Λογική μεγάλου σχήματος, Ευρέσεις από κυανό κοβάλτιο.

Ο Νίκος Καρούζος, ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, παραπλανιέται στα βάθη της ύπαρξης με πλήρη επίγνωση του θρυμματισμού των οραμάτων, της απουσίας τους, της αναγκαστικής μόνωσης του ανθρώπου. Παρόλα αυτά αναζητά τον οραματισμό, μέσα από μια μυσταγωγία της απόγνωσης, πάνω στην ρευστότητα των θραυσμάτων οραμάτων που είδαν το φως της αποτυχίας. Ξεδιπλώνει ένα λόγο λυρικό, τρυφερό, οργισμένο, ελλειπτικό, ένα μίγμα καθημερινού λόγου και λόγιου, ένα λόγο που πάλλεται από το φως στο σκοτάδι, από το φιλοσοφικό στοχασμό στη μυστικιστική προσέγγιση. Ο χρόνος και ο τόπος εναλλάσσονται μέσα από μια διαλεχτική σχέση εγγύτητας και απόστασης, χρωματίζονται απ’ τη διάπυρη ύλη του πάθους, της οργής, της υπαρξιακής έκρηξης.
Οι στίχοι του κατακλύζονται από το θείο, τον έρωτα και το θάνατο, την ταπείνωση, την απουσία, και βρίσκουν το δικό τους εναλλακτικό δρόμο σε μια εποχή γεμάτη ξεφτισμένες ιδέες και λέξεις που έχουν μετατραπεί στην σκιά τους. Ίσως γι’ αυτό ο ποιητής επιλέγει να περνά από εικόνες και αποφθέγματα μεγάλης ακρίβειας σε παραληρηματικούς τόνους γεμάτους πάθος και μελωδίες πόνου και στέρησης. Ή περνά από την καθημερινή, δήθεν μικρής σημασίας πάλη της ζωής με το θάνατο στο Άγνωστο, στο Άρρητο, στο Ασύλληπτο, εκείνο που μας διαφεύγει και ο ποιητής θέλει να μας κάνει να το αισθανθούμε, να δούμε ότι υπάρχει, πασχίζοντας να διακρίνει το μεγάλο μέσα στο μικρό, το ουσιώδες μέσα στο τετριμμένο.
Ο ποιητής συνομιλεί με σημαίνοντα πρόσωπα του απώτατου παρελθόντος ώς το σήμερα. Η ευρυμάθειά του και η ευφυΐα του είναι πρόδηλες και τις χρησιμοποιεί κατάλληλα για να εμβαθύνει και να ενώσει στη βάση της την ανθρώπινη Ιστορία. Η κριτική σου σαρκάζει και επιτίθεται εναντίον της αδράνειας, του βολέματος και της παθητικότητας.
Μέσω της χρήσης του χρόνου, μέσα από την ασύλληπτη φύση του, την αναγωγή από τον μικρό στον μεγάλο χρόνο και το αντίστροφο, η ύπαρξη πραγματώνει τα συναρπαστικά μεν, αλλά εφιαλτικά τις περισσότερες φορές ταξίδια. Ο άνθρωπος μετατρέπεται έτσι κι αλλιώς σε «αυξανόμενο νεκρό», με τη «θλίψη του φθαρτού» εντός του.
Για να συνταιριάξει ο Καρούζος τη ροϊκή φύση του χρόνου με την ακινησία του Άρρητου βυθίζει στο παρόν μέλλον και παρελθόν, μετατρέποντάς το σε απόλυτο, με τέτοια χρωματική ένταση που χαρακτηρίζει τη γραφή του. Το απόλυτο παρόν ταυτοποιείται και ως μέτρο λύτρωσης από τον υπαρξιακό πόνο του θνήσκειν.

Νίκος Καρούζος
Τα Ποιήματα Α΄ και Β΄ (2 τόμοι)
Εκδ. Ίκαρος


Δημήτρης Παλάζης, 4/11/2010

ενδόγραμμα του Δημήτρη Κρανιώτη



Το Ενδόγραμμα είναι η πέμπτη ποιητική συλλογή του Λαρισαίου γιατρού και ποιητή Δημήτρη Π. Κρανιώτη (1966).
Κοφτός λόγος, σφυροκοπά, τα λέει έξω απ' τα δόντια, με κατευθύνσεις κοινωνικοπολιτικές, με έδραση πάνω σε παραδοσιακές γραφές, με χρήση με ποικιλόμορφους τρόπους της ομοιοκαταληξίας. Αλλά και πέρα από την ομοιοκαταληξία τα ποιήματά του έχουν και έναν εσωτερικό ρυθμό που διευκολύνει την είσοδό τους στη μνήμη του αναγνώστη.

Ο Δημήτρης Κρανιώτης τυπώνει τα ποιήματά του με ολιγόστιχο τρόπο, η εξακολουθητική χρήση της γενικής διευκολύνει τη συντομία των στίχων, προσδίδοντας μεστότητα και επιγραμματικότητα.
Ο καυστικός του λόγος εμπεριέχει θήτευση στη λαϊκή θυμοσοφία και μου φέρνει στο νου κάποιες φορές έναν αέρα Σουρή, που τόσο λείπει στις μέρες μας.
Η επαναλαμβανόμενη χρήση των αντιθέσεων προσδίδει μια ζωντάνια στα ποιήματα μέσω του προβληματισμού που ανασύρει στο προσκήνιο, σε συνδυασμό δε με το σύντομο λόγο προσδίδει μια ‘συνθηματικότητα’ στη γραφή του.

Δείγμα γραφής:

Ο ποιητής (σελ. 75)

Τη φορά των γεγονότων
σφραγίζει,
το αθέατο των φώτων,
συμβολίζει,
με πινέλα ενόχων
κάλπικων ενεστώτων
γυμνά σώματα
ζωγραφίζει,
ανέμων φτερά,
υδάτων πουλιά
σχηματίζει,
πέτρινα κλουβιά,
αθώων κελιά
γκρεμίζει,
στάχυα χωραφιών
κενών εποχών
θερίζει,
με αρχαίων σοφών
πλεκτά ιδεών
ο ποιητής
πάντα στο τέλος
μια νέα αρχή χτίζει,


Δημήτρης Κρανιώτης
ενδόγραμμα
εκδ. Μαλλιάρης Παιδεία
Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 78


Δημήτρης Παλάζης, 19/10/2010

Ο φίλος μου ο Λευτεράκης ‘ξανάρχεται’


Ο Θοδωράκης (Γιάννης Τσιμιτσέλης) έχει επινοήσει ένα φανταστικό φίλο από την Πάτρα, τον Λευτεράκη για να μπορεί να ξεφεύγει από τη γυναίκα του Φωφώ (Βασιλική Ανδρίτσου) και να συναντά την ερωμένη του. Μια μέρα, όμως, εμφανίζεται ο Λευτεράκης με σάρκα και οστά… Η Φωφώ έχει σκοπό να τυραννήσει τον άντρα της και να τον κάνει να παραδεχτεί τα ψέματά του.
Η κωμωδία του 1963 του Αλέκου Σακελλάριου (με τους Ντίνο Ηλιόπουλο, Μάρω Κοντού, Κώστα Βουτσά, Γιώργο Κωνσταντίνου, Χρήστο Τσαγανές, Καίτη Πάνου κ.α.) επικαιροποιείται στο σήμερα σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαθανασίου-Μιχάλη Ρέππα, που ανανεώνουν σε πολλά σημεία το έργο, προσθέτουν την δική τους ματιά και το προσαρμόζουν στο ταπεραμέντο των ηθοποιών της νέας γενιάς, γνωστών στο τηλεοπτικό κοινό.
Πρόκειται για μια παραλλαγή στο αρχικό σενάριο, κυρίως με την προσθήκη ερωτισμού και περισσοτέρων του ενός προσώπων, που επικαλούνται πως είναι ο Λευτεράκης.

Ξεχώρισα το παίξιμο της Σοφίας Βογιατζάκης (Ελένη), που χάρισε ξεκαρδιστικές στιγμές με τα ερωτικά της καπρίτσια. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί κινήθηκαν σωστά στηρίζοντας τους ρόλους τους. Ο Γιάννης Τσιμιτσέλης (Θοδωράκης) με τις επανειλημμένες ‘υστερικές’ αντιδράσεις του στην εμφάνιση του ανύπαρκτου Λευτεράκη δεν άφηνε χρόνο για χαλάρωση στο θεατή, ώστε ν’ απολαύσει περισσότερο τη φάρσα. Ο εμπλουτισμός του ρόλου της ερωμένης του Θοδωράκη Ντόλυ (Βάσω Λασκαράκη) συνέβαλε θετικά στην παράσταση.

Ο φίλος μου ο Λευτεράκης του Αλέκου Σακελλάριου

Διασκευή και σκηνοθεσία:
Θανάσης Παπαθανασίου-Μιχάλης Ρέππας
Σκηνικά: Αντώνης Σαγκλίδης
Κοστούμια: Εβελυν Σιούπη
Φωτισμοί: Βασίλης Μυλωνόπουλος
Μουσική Επιμέλεια:
Θανάσης Παπαθανασίου-Μιχάλης Ρέππας

Παίζουν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά):
Τάσος Αλατζάς: Τόλης
Βασιλική Ανδρίτσου: Φωφώ
Σοφία Βογιατζάκη: Ελένη
Βάσω Λασκαράκη: Ντόλυ
Πέτρος Μπουσουλόπουλος: Λευτεράκης
Φώτης Σπύρος: Θανάσης
Γιάννης Τσιμιτσέλης: Θοδωράκης

Δημήτρης Παλάζης, 18/10/2010

Σφραγιδόλιθος του Στρατή Παρέλη


Ο Στρατής Παρέλης (1961) εκκινώντας από το καθημερινό βιωματικό υλικό το εμπλουτίζει με στιγμιότυπα σκέψεων, στοχασμών που υπεισέρχονται, ιδεών που πάνω τους χτίζει τη γραφή του.
Ο ουρανός, ο ήλιος, η θάλασσα, ο θεός, η Παναγιά, η ελπίδα, η επίκληση τους έρχεται κι επανέρχεται στη ροή των στίχων του, σηματοδοτώντας ένα θετικό πρόσημο αυτοαναφοράς, διαλεχτικής συναλλαγής με την παράδοση και το προσωπικό απόσταγμα των ιδεών της.

Όταν ο λυρικός τόνος υποχωρεί, τα ποιήματά του θυμίζουν ημερολογιακές αποτυπώσεις, που φέρνουν τον ποιητή στο προσκήνιο ως πρόσωπο. Προσωποκεντρική ποίηση, το ποιητικό υποκείμενο ενδιαφέρουν κυρίως οι σκέψεις του και μέσω αυτών οδηγείται σε μια αισιόδοξη στάση, με μια σιγουριά της αξίας του ‘επικαλείται το φως’. Πληθωρική γραφή με ρητορικά στοιχεία που γίνεται περιεκτικότερη στα ολιγόστιχα ποιήματα.

Η φύση παίζει ενεργό ρόλο στην ποίησή του, όπως και η αγάπη του για την ελληνικότητα, το ελληνικό: "Γράφει ένα ελληνικό αεράκι-/ Ξεγράφει/ Την συννεφιά ενός μεσαίωνα" (σ. 124), "Εγώ το ξέρω/ Ότι αγαπάς κάθε ήχο της Ελλάδας" (σ. 141)

Στοχάζεται πάνω στο "χρόνο που ανταλλάσσει τον άνθρωπο με το χαμό του" (σ. 27), στην καθοριστική λειτουργία της ελπίδας, την καθοριστική λειτουργία της ποίησης, της "δασκάλας" (σ. 118) ως καταφύγιο, στην ιδέα του καλού: "Νίκησε όπως είσαι αμετάθετος μες την ιδέα του καλού" (σ. 155)
Άγγελοι και αρχαίοι θεοί μπαινοβγαίνουν στα ποιήματα, η μακρά παράδοση των εποχών παρούσα στη σκέψη και τα συναισθήματα του ποιητή.


Στατής Παρέλης
Σφραγιδόλιθος (ποιήματα)
Ιδιωτικής Έκδοση, σ. 188
Αθήνα 2009
ISBN 978-960-931136-6


Δημήτρης Παλάζης, 7/10/2010

Ορφέως Αργοναυτικά από τον Σωτήρη Σοφιά


Ως συμπλήρωμα του βιβλίου του, Ορφέας και Αργοναυτική Εκστρατεία (βλ. σχετικό άρθρο: http://www.critique.gr/index.php?&page=article&id=518), ο Σωτήρης Σοφιάς προχώρησε στη μετάφραση του βιβλίου Ορφέως Αργοναυτικά.

Στον εκτενή Πρόλογο ο συγγραφέας περιγράφει τη μεθοδολογία που ακολούθησε για τη μετάφραση/ αποκατάσταση τμημάτων του κειμένου και τις πηγές που χρησιμοποίησε.
Με βασικό κλειδί το μέτρο, την εντρύφηση στην αρχαία αιολική διάλεκτο, αλλά και την ευρύτερη γνώση που αποκόμισε κατά το ερευνητικό του πόνημα που αποτυπώνεται στο βιβλίο του Ορφέας και Αργοναυτική Εκστρατεία, προχώρησε στις τροποποιήσεις του με μεθοδικότητα και μας παραδίδει τη δική του εκδοχή των κειμένων του θρυλικού Ορφέα του Θράκα.
Η μετάφραση του Σωτήρη Σοφιά οδηγεί στην απόλαυση του κειμένου στα νεοελληνικά, καθώς και στην πλήρη κατανόηση του ορφικού λόγου.
Το βιβλίο κλείνει με Ευρετήριο των Γεωγραφικών περιοχών, από τις οποίες διήλθαν οι Αργοναύτες, με καταγραφή των θεών και ημίθεων που αναφέρονται στα Αργοναυτικά και μια διαφωτιστική αναφορά στα βότανα και τα φυτά που αναφέρονται στο κείμενο.

Τελειώνοντας, ελπίζω η επιστημονική κοινότητα ως θεσμικό όργανο να δώσει τη δέουσα προσοχή.


Ορφέως Αργοναυτικά
μετάφραση/ αποκατάσταση του αρχαίου κειμένου: Σωτήρης Σοφιάς
εκδ. ΝΟΩΝ

Δημήτρης Παλάζης, 28/9/2010

Το αγαπημένο παιδί της Μοναξιάς του Φίλιππου Αγγελή


Εσωτερικός μονόλογος, ευθείες βολές στην ανθρώπινη σχέση, ο ανθρώπινος πόνος, ο ανθρώπινος φόβος, η απογοήτευση και ο χωρισμός είναι τα βασικά μοτίβα που επανέρχονται και διαπνέουν του στίχους του Φίλιππου Αγγελή. Η ποίησή του είναι σαν να επιχειρεί να βάλει τα πράγματα σε κάποια τάξη, γι’ αυτό παλινωδεί μεταξύ του υποθετικού και του τετελεσμένου:

Η παγίωση του αδιεξόδου, η μοιραία κατάληξη που ανανεώνεται κάθε φορά, το ‘αμάρτημα’, η θλίψη, η απόγνωση, η λήθη ως απώλεια βάλλονται κάθε φορά από το κριτικό μάτι του γράφοντος ως αξία ή απαξία, ως σύγκρουση της επιθυμίας με την αντίστροφη πραγματικότητα.
Η γραφή του, στενά συνδεδεμένη με το βιωματικό υλικό που χειρίζεται, είναι καθαρή στα νοήματά της, ‘ρητορική’ στην εκφορά της και φέρει έντονο το άρωμα τραγουδιών, που ευθύνονται για το ρυθμό και τη γλώσσα χωρίς εκπλήξεις, αλλά με νηματικούς συνδυασμούς που μένουν.
Παρά τις διάφορες επιρροές που μπορεί να ανιχνεύσει κανείς – και είναι φυσικό, γιατί ο ποιητής διαβάζει και πρέπει να διαβάζει - υπάρχει έντονο το προσωπικό χρώμα κι αυτό είναι σε τελευταία ανάλυση που μετράει.


Μιά μέρα θά κυκλοφορώ με φτερά
από τα αποκόμματα των εφημερίδων
που έγραψαν για την ελευθερία
και θα ψάξω να σου μιλήσω
γιά την επικίνδυνη συνήθεια που έχω
να ονειρεύομαι
ένα κίνητρο γιά τη ζωή
και μιά υστεροφημία γιά τον θάνατο.

(Απόσπασμα από το ποίημα: ΜΗ Μ’ ΑΦΗΣΕΙΣ ΝΑ ΞΕΧΑΣΩ, σελ. 34 και στο οπισθόφυλλο της Συλλογής)

Το αγαπημένο παιδί της Μοναξιάς είναι η πρώτη ποιητική του Φίλιππου Αγγελή (1984) από τις εκδ. Πολύχρωμος Πλανήτης, Ιούνιος 2010, σελ. 96.
Επιμέλεια εικονογράφησης: Αριστοτέλης Παπαθανασίου.

Δημήτρης Παλάζης, 20/9/2010

Funny face με την Όντρεϊ Χέπμορν και τον Φρεντ Αστέρ


Ο φωτογράφος Ντικ Έιβερι (Φρεντ Αστέρ) ψάχνει έναν ποιοτικότερο χώρο για την επόμενη φωτογράφηση μόδας. Ανακαλύπτει ένα μικρό και όμορφο βιβλιοπωλείο στο Γκρίνουιτς Βίλατζ και, παρά την άρνηση της πωλήτριας Τζο Στόκτον (Όντρεϊ Χέπμορν), η φωτογράφηση γίνεται.. Όταν τελειώνει όλα είναι ανάκατα, προς μεγάλη θλίψη της νεαρής πωλήτριας.

Αργότερα, στο εργαστήριό του, ο Έιβερι, καθώς κοιτάζει τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει, ανακαλύπτει τη μορφή της Στόκτον, η οποία τον εμπνέει με την ιδιαίτερη εμφάνισή της και ενημερώνει την εκδότρια του περιοδικού μόδας Μάγκι Πρέσκοτ (Κέι Τόμσον). Η Πρέσκοτ κάνει επαγγελματική πρόταση στη Στόκτον, η οποία δέχεται τελικά, μόνο και μόνο γιατί η πρόταση περιλαμβάνει ένα ταξίδι στο Παρίσι, όπου θα μπορέσει να συναντήσει για πρώτη φορά τον αγαπημένο της φιλόσοφο καθηγητή Φλεστρ, του οποίου τις ιδέες θαυμάζει...

Το έργο κυλά γρήγορα παρά την παρεμβολή των τραγουδιών (με εξαίρεση τα στιγμιότυπα με τα ροζ φορέματα στην αρχή), πλημμυρισμένο από τη μουσική του Γκέρσουιν και τα χορευτικά με προεξέχοντα, φυσικά, τον Φρεντ Αστέρ. Η επανέκδοση της ταινίας σε έγχρωμη κόπια αναβιώνει παριζιάνικες εικόνες σ’ όλο τους το μεγαλείο. Στα αρνητικά της ταινίας είναι το αφελές της σενάριο.


Funny face
Σκηνοθεσία: Stanley Donen
Σενάριο: Leonard Gershe
Παραγωγή: Roger Edens
Μουσική: George Gershwin
Φωτογραφία: Ray June
Κοστούμια: Edith Head-Givenchy
Παίζουν: Audrey Hepburn, Fred Astaire, Kay Thomson, Michel Auclair, Robert Flemyng
Έτος Αρχικής Έκδοσης: 1957 Paramount Pictures
Διάρκεια: 103’

Δημήτρης Παλάζης, 13/9/2010

Ανθρώπων Όνειρα του Βασίλη Μανουσάκη


Ένα χρόνο μετά την έκδοση της πρώτης του ποιητικής του συλλογής «Μιας σταγόνας χρόνος» (βλ. http://www.critique.gr/index.php?&page=article&id=686), ο Βασίλης Μανουσάκης προχωρεί στην έκδοση της πρώτης του συλλογής διηγημάτων «Ανθρώπων όνειρα».
Η συλλογή χωρίζεται σε δύο μέρη, ενώ το Πρελούδιο κι ο Επίλογος, στην αρχή και στο τέλος αντίστοιχα, αναφέρονται στα ‘πραγματικά’ στιγμιότυπα από τη ζωή του συγγραφέα που αφορούν τη γραφή των διηγημάτων του τόμου.

Το πρώτο μέρος (Η Οδός Καβάφη) έχει σαν εφαλτήριο την ποίηση του Καβάφη – τον αγαπημένο ποιητή του συγγραφέα –, αντλεί απ’ αυτήν εμπνεύσεις και ιστορίες:
Η ιστορία του αιγύπτιου κοσμηματοπώλη της οδού βουλής, που είχε τοποθετήσει ένα ποίημα του Καβάφη σε περίοπτη θέση του καταστήματός του (Εργαστήριο Ονείρων).
Ο Παππούς Αντώνιος ο Κρητικός είναι αφοσιωμένος αναγνώστης της ποίησης του Καβάφη.
Ο φιλόλογος και γυμνασιάρχης Ζαχαρίας Στυγερός περιμένει να βρεθεί κάποιος μαθητής να δώσει την ορθή ερμηνεία στίχων της Ιθάκης του Καβάφη, προκειμένου ν' αποφασίσει επιτέλους να συνταξιοδοτηθεί (Στυγεροί Στίχοι).
Η ιστορία του βουτηγμένου στις καταχρήσεις και την υπεροψία γκαλερίστα Ιωάννη και του «Μυστικού του Καβάφη» (Ο Μυστικός Πίνακας).
Και τέλος, η ιστορία της άτυχης Ηρώς που αναρωτιόταν «τι θα κάνει χωρίς τους βαρβάρους» (Πατρικό).

Η Οδός Καβάφη αποτελεί μια ‘μετάβαση’ του ποιητή Βασίλη Μανουσάκη στον πεζογράφο Βασίλη Μανουσάκη, από τον ποιητικό λόγο, που είναι σύντομος και περιεκτικός ,στον πεζό λόγο, που είναι αναλυτικότερος και περιγραφικότερος και γενικότερα εντοπίζεται σε άλλες διαστάσεις με τις δικές τους ιδιαιτερότητες.
Ενώ στο πρώτο μέρος η αφηγηματική τεχνική είναι σχετικά απλή, σαν παραμύθι, μια γραφή που αγγίζει όλες τις ηλικίες, φορτισμένη συναισθηματικά, εμποτισμένη με ανθρωπιά και αγάπη προς τον Αλεξανδρινό ποιητή, στο δεύτερο μέρος (Όταν τη Πένα Ταξιδεύει), το σκηνικό αλλάζει. Η γραφή βαθαίνει, εισβάλλει ο ‘μαγικός ρεαλισμός’, τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, το αναπάντεχο και η ανατροπή ελλοχεύουν.
Στο Στοιχειώδες, ο Πολ περιμένει τους μυστηριώδεις συντρόφους του, που τους συνδέει ένας κοινός σκοπός.
Στο Μήπως Ξέχασα, ένας ιδιότροπος γιατρός παίρνει το μάθημά του από έναν μικρό ασθενή απ’ την Κρήτη.
Στο Ένα Μωρό στην Άσφαλτο, η επιτυχημένη επαγγελματικά, αλλά υπερβολικά καταπονημένη Αριάδνη μοιραία γίνεται το θύμα ενός ατυχήματος.
Στο Χορό σε Λευκό και σε Μαύρο, η 'μαμά' ζει στον κόσμο της στην έπαυλη της οδού Κρίνων
Στις 140 Ημέρες, ο αριθμός 140 μπαίνει αναπάντεχα στη ζωή του Θανάση και ριζώνει ώς το απρόσμενο φινάλε.

Πρόκειται, εν κατακλείδι, για τα όνειρα των ανθρώπων, την επιδίωξη της πραγματοποίησής τους, το ταξίδι εντός και εκτός, τη ζωή την ίδια με την τριβή της, το όνειρο της ζωής, όπως μας τα περιγράφει ο Βασίλης Μανουσάκης με το δικό του ανθρώπινο τρόπο.

Βασίλης Μανουσάκης
Ανθρώπων όνειρα
Εκδόσεις Αντ. Σταμούλη

Δημήτρης Παλάζης, 1/9/2010

Ο Γλάρος του Τσέχοφ από την Εταιρία θεάτρου Pequod


Θέατρο μέσα στο θέατρο, κριτική της γραφής, ο γοητευτικός συνδυασμός των ανεκπλήρωτων επιθυμιών και των αδιεξόδων, «ο γλάρος» του Τσέχοφ.
Ο νεαρός συγγραφέας Κονσταντίν Γραβρίλοβιτς Τρέπλιεφ ανεβάζει ένα πρωτοποριακό θεατρικό με πρωταγωνίστρια την αγαπημένη του Νίνα.
Η μητέρα του και ηθοποιός Ιρίνα Νικολάγιεβνα Αρκαντίνα απαξιώνει το έργο. Μάνα και γιος συγκρούονται.
Ο σύντροφος της Αρκαντίνα και γνωστός συγγραφέας Τριγκόριν και η Νίνα ερωτεύονται.
Ο Τρέπλιεφ αντιλαμβάνεται την αλλαγή στην καρδιά της Νίνας.
Της δίνει ένα σκοτωμένο γλάρο που βρήκε κοντά στη λίμνη και τελικά αποπειράται να αυτοκτονήσει.
Ο Τριγκόριν και η Νίνα συνευρίσκονται αργότερα στη Μόσχα, όπου η Νίνα προσπαθεί να κάνει καριέρα ηθοποιού.
Μετά από δύο χρόνια επιστρέφει πάλι η Αρκαντίνα με τον Τριγκόριν που έχουν ξανασμίξει.
Μετά από μια σύντομη επίσκεψη της Νίνας στον Τρέπλιεφ, αυτός αυτοκτονεί.
Η ομάδα Pequod χρησιμοποίησε όλο το θεατρικό χώρο.
Ηθοποιοί αρχίζουν να μιλούν από τα καθίσματα και εντάσσονται κατόπιν στη σκηνική δράση, ενώ εν γένει δεν εγκαταλείπουν τη σκηνή, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις που απαιτείται.
Αμεσότητα εναντίον σαφήνειας, που καλείται η υποκριτική ικανότητα των ηθοποιών να εξισορροπήσει.
Η επιτυχία του εγχειρήματος έγκειται στο ότι αφέθηκε τελικά ο τσεχοφικός λόγος ν’ ακουστεί και ν’ αγγίξει το κοινό.

Ο Γλάρος του Τσέχοφ

Σκηνοθεσία: Δημήτρης Ξανθόπουλος
Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου
Σκηνογραφική και Ενδυματολογική Επιμέλεια:
Νίκος Κονιάρης
Επιμέλεια Κίνησης: Βάσω Γιαννακοπούλου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Αγγελική Μαρίνου

Έπαιξαν:
Γιώργος Αγγελόπουλος
Άρης Αρμαγανίδης
Δημήτρης Γεωργαλάς
Βάσω Καβαλιεράτου
Γιάννης Κλίνης
Μιχάλης Μαθιουδάκης
Χριστίνα Μωρογιάννη
Νικολίτσα Ντρίζη
Αγγελική Παπαθεμελή
Κώστας Παπακωνσταντίνου

Δημήτρης Παλάζης, 30/8/2010

Η μετάβαση από την ύπαρξη στη μη ύπαρξη - Ανάγνωση του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου


Το μαύρο κουμπί, Ποίηση, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Εκδόσεις Κέδρος, 2006

Το πράσινο είναι ανάταση του χώματος· με αυτό ρηχά
ντυμένο αναρριχάται ώσπου δειλιάζει σαν από ίλιγγο.
Και με την πρόφαση του φθινοπώρου αρχίζει λύγισμα
στο σώμα του επιστρέφοντας· με κίτρινο σκεπάζοντας
διάσπαρτα ίχνη του ύψους που αξιώθηκε· της μάταιης
πτήσης του το τσάκισμα.


Μια ιδιότυπη επικοινωνία με τους νεκρούς, ή ακριβέστερα μια επικοινωνία με πρωτοβουλία των νεκρών του ποιητή με τον ίδιο.
Στερημένη από μεταφυσική, ανεπάντεχη, αλλά κατά κάποιον τρόπο φυσική, μια καθημερινότητα του έσω ανθρώπου που εισβάλλει στην καθημερινότητα του έξω ανθρώπου, που τελικά αποτυπώνεται σε ποιήματα, σπαράγματα, πεζόμορφες ποιητικές χρωματικές αποδόσεις.

Το άνοιγμα που έκανε ο ποιητής στην «Κλεμμένη ιστορία» με τις πεζόμορφες ονειρικές στοχαστικές εμβαπτίσεις επικεντρώνεται στο «Μαύρο Κουμπί» σ’ ένα εσωτερικό χώρο μη ύπαρξης, το χώρο ή τη χώρα των νεκρών, όπου τα πάντα μπορούν να εμφανιστούν ως δυνατά.

Οι νεκροί με την απουσία τους δημιουργούν ένα κενό. Η απώλεια του αγαπημένου προσώπου, η μετάβασή του από την ύπαρξη στη μη ύπαρξη ταράζει με ανεξίτηλο τρόπο τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Ο Κώστας Παπαγεωργίου πραγματεύεται ακριβώς αυτό το κενό, την απουσία, που γεμίζει από τις ΄ονειρικές’ επισκέψεις των νεκρών και συντείνει στη μετακύληση του ζωντανού υποκειμένου στη θέαση της ανεστραμμένη χώρα των νεκρών του. Ο ανθρώπινος ουρανός είναι η κατοικία τους και η γη ο ουρανός τους. Όπως τα πάνω έτσι και τα κάτω, όπως διατείνεται ο Ερμής ο Τρισμέγιστος.

Τι όμως μπορεί να εμβαπτίσει ένα άνθρωπο σ’ αυτή την απόκοσμη χώρα, όπου η μνήμη ανακαλεί τους νεκρούς, αποκαθιστά μέρος των εντυπωμένων χαρακτηριστικών του, αλλά και εν τέλει μέσω μιας αδέσμευτης από τη συνείδηση ονειρικής πλοκής τους κάνει πρωταγωνιστές του εσωτερικού σώματος; Θα επικαλούμουν μια πολύ πρόσφατη απώλεια αγαπημένου προσώπου, που εκλύει ένα κύμα μαζικού στοχασμού περί της ανθρώπινης ύπαρξης και ανακαλεί με ευχέρεια παρόμοιες απώλειες στη διαδρομή του βίου.

Η διαφορά με τον Κώστα Παπαγεωργίου έγκειται στο ότι η επίκληση των νεκρών ή κατά τον ποιητή οι αυτόβουλες επισκέψεις τους, συνάντησαν μια ποιητική γραφή προς αυτή την κατεύθυνση. Η έλλειψη αναπνοής και ο αδιέξοδος ποιητικός χώρος ‘ανάσανε’ από την έλευση των νεκρών, οι νεκροί ανασαίνουν μέσα απ’ αυτόν δίνοντας το αντίπαλο βάρος στο ζύγι της έλλειψης αέρα.

Η ποιητική εικονοποιία έχει γίνει εντονότερη, οι εικόνες διαυγείς, σκηνικές, απελευθερωμένες απ’ τα σφιχτά δεσμά του λόγου.

Ο ποιητής μετουσιώνει μέρος του εαυτού του στο είδος της «ύπαρξης» των νεκρών του, είναι μια προϋπόθεση ή μια ανάγκη για να δέχεσαι τις επισκέψεις τους. Λόγος υποβλητικός, όπως αρμόζει στην υποδόρια εξιδανίκευση των αγαπημένων που απωλέσθησαν. Υποβλητικότητα στηριγμένη πάνω στη λιτή απογυμνωμένη γραφή που χαρακτηρίζει τον Κώστα Παπαγεωργίου, αλλά και μια ‘αλληγορία του κενού’, θα έλεγα, που έχει το προνόμιο του απρόσκλητου επισκέπτη της καθημερινότητας, που ο άνθρωπος καθώς ωριμάζει το αποδέχεται ως φυσικό μέρος της ζωής του.

«Το μαύρο κουμπί» προϋποθέτει μια αντισυμβατική ανάγνωση, μια κάθοδο στον αντισυμβατικό ουρανό του Κώστα Παπαγεωργίου, όπου λείπουν οι απαντήσεις, οι διέξοδοι, ο άνθρωπος αποκαθίσταται στην πραγματική του διάσταση, η οποία περικλείει τον εν δυνάμει θάνατό του, μια δυναμική ισορροπία όντος και μη όντος, κενό και ύλη σε μια μαγευτική συνύπαρξη, που κατ’ εξοχήν ο ποιητικός λόγος μπορεί να αποδώσει.

Δημήτρης Παλάζης, περιοδ. Βακχικόν τ. 10