Δευτέρα 31 Μαΐου 2010

Σταύρος Καμπάδαης, Με την τρίτη παίρνεις το χρίσμα ή καίγεσαι; εκδ. Αλεξάνδρεια


Η συλλογή Με την τρίτη παίρνεις το χρίσμα ή καίγεσαι; είναι η τρίτη ποιητική συλλογή του Σταύρου Καμπάδαη. Έχουν προηγηθεί οι ποιητικές συλλογές Διαπόμπευση, εκδ. Αλφειός 2004 και Γιατί καθετί που πουλιέται δεν έχει καμία αξία, εκδ. ASHINART 2007.

Είναι γεγονός ότι πολλές φορές το τρίτο βιβλίο ενός ποιητή αποτελεί ένα ορόσημο. Στο πρώτο βρίσκεσαι αντιμέτωπος με το θέμα της έκθεσης στο κοινό, πώς θα σε δουν, δηλαδή. Με το δεύτερο καταλαβαίνεις πως έχεις να πεις κάτι παραπάνω που δεν είπες στο πρώτο, ίσως και κάτι διαφορετικό. Παράλληλα, η σιγή όμως στο χώρο της ποίησης είναι μεγάλη. Οι αναγνώστες εκλείπουν. Η ποίηση έχει τεθεί εκτός των μέσων διάδοσης και παρόλα αυτά δεκάδες ποιητικές συλλογές εκδίδονται κάθε χρόνο σε πείσμα των καιρών. Δικαίως λοιπόν ο Σταύρος Καμπάδαης θέτει το ερώτημα: «Με την τρίτη παίρνεις το χρίσμα ή καίγεσαι;». Το ερώτημα του ποιητή και της γραφής του. Ένα ερώτημα που έχει σχέση με αριθμούς, αλλά στην πραγματικότητα ουδεμία σχέση έχει μαζί τους. Είναι η διαρκής αμφιβολία του ποιητή, η εναλλαγή της αμφισβήτησης με την σιγουριά, με διαβάζουν-δε με διαβάζουν, είμαι ποιητής-δεν είμαι, βάζω κι εγώ ένα λιθάρι στην ποίηση ή δεν βάζω και τι είδους λιθάρι είναι αυτό κ.λπ. κ.λπ.
Σαφώς δεν καίγεται ο Σταύρος Καμπάδαης, αλλά προχωρεί με την τρίτη του συλλογή με μια γλώσσα σταράτη, που μιλά κατευθείαν, χωρίς λοξοδρομήσεις και εκπεσόντες συναισθηματικούς λυρισμούς. Όσοι αναζητούν καλολογικά στοιχεία, δεν θα τα βρουν. Γραφή λιτή, δωρική, με άρωμα μπιτ, σε κατευθύνει στο κέντρο του ποιητικού σημαίνοντος, όπου μετουσιώνονται όλες οι σημαντικές στιγμές του ποιητή και βρίσκει διέξοδο το προσωπικό του σημαντικό, διατηρώντας όλο το άρωμα της νόησης ή της αίσθησης.
Ποιήματα ζωντανά, με φρεσκάδα, μοιάζουν να γράφονται τη στιγμή που βιώνεται το ερέθισμα. Σου απευθύνονται, σου μιλούν σαν να είσαι δίπλα, να μη μεσολαβούν οι αποστάσεις, το χαρτί. Ακούγεται η φωνή του ποιητή, αυτό είναι όλο, σου λέει, αυτό γράφω, έτσι είμαι.
Ο Σταύρος Καμπάδαης εστιάζει στα κύρια σημεία της πραγματικότητας αποστάζοντας την καθημερινότητα. Ακόμα και η είσοδος των ονείρων στην ποίηση του παρουσιάζεται ως ισάξια πραγματικότητα.
Καταστατικά ειλικρινής βάζει το μαχαίρι στην πληγή, όποτε το κρίνει απαραίτητο. Ο Σταύρος Καμπάδαης οδηγείται σ' έναν ποιητικό ρεαλισμό, όπου όμως διαρκώς υποκρύπτεται η διαρκής σκόπιμη απονεύρωση της ρομαντικής διάθεσης, η ανάγκη για την παιδική αθωότητα που ζει στο βάθος και αναζητά στο περιβάλλον τρόπους να βγει και να συνομιλήσει. Οι συνεχείς διαψεύσεις ενός δρόμου επικοινωνίας δίνουν την περισσότερη ένταση στην επιθυμία αυτή.
Δραματικές ψυχολογικές καταστάσεις αναπαρίστανται ως μικρές ιστορίες, φαινομενικά απλές, αλλά βαθιές, που συντονίζουν τον αναγνώστη στον προσωπικό μύθο του ποιητή.

Δημήτρης Παλάζης, 31/5/2010

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Ο δύσκολος θάνατος, εκδ. Νεφέλη


Τον «Δύσκολο θάνατο» του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου (1931-1996) απαρτίζουν επτά ποιητικές ενότητες: «Αισθηματική ηλικία», «Δύσκολος θάνατος», «Ο θάνατος του Μύρωνα», «Ποιήματα για ένα καλοκαίρι», «Νοσοκομείο εκστρατείας», «Ποιήματα της τελευταίας άνοιξης» και «Αργό πετρέλαιο» στην οριστική τους έκδοση.

Ποιητής της Θεσσαλονίκης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου καταθέτει την προσωπική του περιπέτεια, τους πολλούς μικρούς θανάτους που συνοδεύουν την ανθρώπινη ύπαρξη ώς τον οριστικό. “Ο δύσκολος θάνατος» αποκρυσταλλώνεται σε στίχους χωρίς μελοδραματισμούς και εξάρσεις, αλλά ψύχραιμα, σε απόσταση από το γεγονός, μέσα από τη μνήμη και την αναπόληση.
Οι εσωτερικές ζυμώσεις έχουν καταλήξει, η μοναξιά δεν λησμονιέται, είναι παρούσα. Εδώ κι εκεί μοναξιά, το πρόσωπο αλλάζει, το ομορφαίνει η επιθυμία και το αποκαλύπτει η στέρηση, η φθορά..
Η ποίηση Ασλάνογλου δεν παίζει με τις λέξεις και τους κλισαρισμένους στίχους που συνήθως κληροδοτούνται. Οι μικρές καθημερινότητες υπεισέρχονται στους στίχους του και μεγαλώνουν μετουσιωμένες σε περιγραφές αισθημάτων, σε ατμόσφαιρες όπου το ποιητικό υποκείμενο δίνει τη μάχη της ουσίας του, της ύπαρξής του. Το μοιραίο του τέλους, του αποχωρισμού γίνεται το μοιραίο των στίχων, της κατάληξης του ποιήματος. Οι λέξεις, σαν να υπακούουν μια αόρατη διαταγή, ενορχηστρώνονται για να παίξουν το τελευταίο κεφάλαιο της πραγματικότητας στο δικό τους εξίσου πραγματικό χώρο. Μόνο που το τέλος είναι ήδη γνωστό απ' την αρχή του ποιήματος. Ο ποιητής γνωρίζει ήδη το προσωπικό του σενάριο. Στη ζωή υπάρχουν φορές που ελπίζεις ν' αλλάξουν τα πράγματα. Εκεί περιμένεις μια καλύτερη μέρα. Στην ποίηση όμως που αποστάζει η πραγματικότητα δείχνει το γυμνό της πρόσωπο, την αλήθεια που υπηρετεί αντλώντας απ' τα βάθη του είναι.

Το τοπίο παίζει σημαντικό ρόλο στην ποίηση του Ασλάνογλου. Είναι το εναλλακτικό οδοιπορικό της ψυχής του, στο χάρτη του οποίου καρφιτσώνονται τα βιώματα. Η δράση του τοπίου, η παρουσία του και η ο βαθμός ανεξαρτησίας του από το συνδεδεμένο βίωμα προσδίδουν πλούτο στις συναισθηματικές αποχρώσεις της ποίησης του, καθιστώντας τη ‘ζωντανή’ σε χαμηλόφωνα κρυπτικά σκηνικά.
Η σύγκρουση του εξωτερικού κόσμου με τον εσωτερικό οδηγεί σε μια εσωστρεφή γραφή, όπου αφαιρετικά, με χρήση συμβόλων και νέων νοηματοδοτήσεων στην γλώσσα, αναπτύσσεται η άλλη πραγματικότητα, εκείνη του εαυτού.
Ο έρωτας χωρίς ελπίδα, η περιπλάνηση της μοναξιάς και του χωρισμού, η απουσία του αγαπημένου προσώπου, η απουσία της αληθινής επαφής είναι οι συνθήκες του ποιητικού του έργου. Διατρέχουν το βιωματικό υλικό που καταγράφηκε, και, μέσω αυτού, ‘προφητεύουν’ το μέλλον. Είναι το δράμα ενός παρόντος, η επιλογή να ζεις ένα ‘προφητικό’ παρόν, ένα παρόν ‘δυνάστη’, που χρόνο με το χρόνο στερεί την ελπίδα από το όποιο μέλλον.
Ο ποιητής κατοικεί και λιμνάζει στο πένθος. Γι’ αυτό ταξιδεύει στα τοπία του, σημειώνει τους χάρτες τους με τα λυρικά χρώματά τους. Το δράμα παίζεται αλλού, η καταιγίδα είναι εσωτερική κι όταν απομακρύνεται, απ’ τα συντρίμμια προβάλλει το αλόγιστο ξόδεμα. Όχι το αλόγιστο ξόδεμα του ταξιδιού, αλλά το αλόγιστο ξόδεμα του πάθους και της ελπίδας που κάποια στιγμή κατάφερε να εισβάλλει και να τον αναταράξει, για να τον εγκαταλείψει κατόπιν στην πικρή ερημία του πεπρωμένου.

Δημήτρης Παλάζης, 21/05/2010