Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, Το επάγγελμα της κυρίας Γουόρεν


Η κόρη της κυρίας Γουόρεν, η Βίβι επιστρέφει από τις σπουδές της στο Κέμπριτζ, στις οποίες αρίστευσε. Ανακαλύπτει όμως ότι τα χρήματα για τις σπουδές της προέρχονταν από την πορνεία της μητέρας της. Η σύγκρουση των δυο γυναικών είναι αναπόφευκτη. Όταν όμως η κυρία Γουόρεν εξιστορεί τις συνθήκες ανέχειας που την οδήγησαν στην πορνεία, οι δυο γυναίκες προς το παρόν συμφιλιώνονται. Τα πράγματα όμως δεν τελειώνουν εκεί. Ο φίλος της κυρίας Γουόρεν, ο σερ Τζορτζ Κροφτς, θα αποκαλύψει στη Βίβι ότι η μητέρα της συνεχίζει να εξασκεί το ιδιαίτερα επικερδές επάγγελμά της…

Το έργο γράφτηκε το 1893. Η παράσταση όμως απαγορεύτηκε λόγω του περιεχομένου της, με δυσμενείς χαρακτηρισμούς για το συγγραφέα, και έπρεπε να περάσουν 9 χρόνια για να ανέβει πρώτη φορά, σε ερασιτεχνική παράσταση.
Ο Σο θέτει σημαντικά ζητήματα στο «επάγγελμα της κυρίας Γουόρεν», που προφανώς ενόχλησαν την άρχουσα τάξη της εποχής. Τα κοινωνικά ήθη των καιρών, η θέση της γυναίκας σ’ έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, το δικαίωμά της στη δουλειά και τη μόρφωση, η διαφθορά του χρήματος είναι μερικά από τα παραδηλούμενα του έργου που ενόχλησαν το 1893, αλλά που το καθιστούν ακόμη και σήμερα επίκαιρο.

Είναι φυσικό στο κοινωνικό μήνυμα που θέλει να περάσει ο Σο να θυσιάζονται κάπως οι χαρακτήρες σε στερεότυπα. Ο μεγαλοφυής Σο όμως το χρησιμοποιεί ως πλεονέκτημα στην εκπληκτική κορύφωση της τελευταίας σκηνής, όπου χωρίζουν η δρόμοι μάνας και κόρης. Ένας χωρισμός που αντικατοπτρίζει όλους τους μοιραίους, αλλά φυσικούς χωρισμούς των δρόμων των παιδιών από τους γονείς. Η πληρότητα του έργου παίζεται στην τελευταία σκηνή, από την αρχή όλα εκεί οδηγούν, παρά την ανθρώπινη επιθυμία της εξιδανίκευσης της σχέσης παιδιού με γονέα.
Αυτή η δραματική εκτόνωση με τους χαρακτήρες του έργου παίζεται πολυάριθμες φορές στην ανθρώπινη κοινότητα. Κατανοούμε τη Βίβι που απορρίπτει τη μητέρα της, κατανοούμε τις προκαταλήψεις της, το ότι στην ουσία ποτέ δεν είχε τη μάνα της δίπλα της, συλλαμβάνουμε όμως και τη σκληρότητα της απόφασής της. Η αλήθεια είναι ότι η ανθρωπότητα προχωρεί με συγκρούσεις που η μια διαδέχεται την άλλη. Το καινούργιο για να διαδεχτεί το παλιό πρώτα το απορρίπτει, παρόλο που και τα δυο έχουν περισσότερα κοινά από διαφορές.

Τα σκηνικά της Τίτης Κυριακίδου μεγαλόπρεπα - μου θύμισαν σκηνικά όπερας -, αλλά ο άπλετος χώρος δεν ενσωματωνόταν στις κινήσεις των ηθοποιών. Μόνο στην τελευταία σκηνή που το σκηνικό ήρθε κοντύτερα προς το κοινό ο χώρος ισορρόπησε και συνέβαλε στην κορύφωση.

Ο Ανδρέας Βουτσινάς έδωσε ένα σύγχρονο τόνο στους ρόλους καθιστώντας τους πιο οικείους και τονίζοντας ότι τα σημεία των καιρών είναι ίδια.

Διαπιστώνει κανείς εύκολα ότι οι ηθοποιοί έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν και η εμπειρία τους φάνηκε ιδιαίτερα στις κορυφώσεις του καθενός ρόλου.
Ο πατέρας αυτής της δραματικής ιστορίας, ο Ντίνος Καρύδης, ως εφημέριος Γκάρντνερ μου άρεσε ιδιαίτερα.

Η μουσική του Στέφανου Κορκολή, κυρίως στις αλλαγές των πράξεων, συνδράμει στη διατήρηση του δραματικού κλίματος.

Σκηνοθεσία: Ανδρέας Βουτσινάς
Μετάφραση: Βάσια Παναγοπούλου - Χρήστος Καρχαδάκης
Σκηνικά: Τίτη Κυριακίδου
Κοστούμια: Βασίλης Ζούλιας
Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Μουσική: Στέφανος Κορκολής

Διανομή (με σειρά εμφάνισης):
Βίβι Γουόρεν: Βάσια Παναγοπούλου
Πράιντ: Γιάννης Καρατζογιάννης
Κυρία Γουόρεν: Αλεξάνδρα Λαδικού
Τζορτζ Κροφτς: Νίκος Γαλανός
Φρανκ Γκάρντνερ: Στράτος Τζώρτζογλου
Εφημέριος Γκάρντνερ: Ντίνος Καρύδης

Θέατρο Ορφέας - Σκηνή «Ανδρέας Βουτσινάς»
Πανεπιστημίου 38 και Ιπποκράτους


Δημήτρης Παλάζης, 24/4/2010

Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

Γουίλιαμ Μπάροουζ, Junky, εκδ. Απόπειρα



Το οδοιπορικό του Μπιλ Λι μέσα απ' τους δρόμους των ναρκωτικών αρχίζει, όταν ένας νεαρός κακοποιός κλέβει μια μέρα ένα όπλο και του ζητά να του βρει αγοραστή.
Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής του Γουίλιαμ Μπάροουζ (1914-1997) - ηγετική μορφή της γενιάς των μπιτ - μας μεταφέρει σ’ έναν εφιαλτικό κόσμο, με ακραίες ψυχικές καταστάσεις, τους παροξυσμούς ενός εξαρτημένου από τα ναρκωτικά, εγκλωβισμένου σ’ ένα κορμί που αποζητά τις δόσεις του, το κυνηγητό για την καθημερινή πρέζα στα σοκάκια της Νέας Υόρκης, της Νέας Ορλεάνης και της Πόλης του Μεξικού.
Ο εφιάλτης είναι πάντα παρών, απενοχοποιημένος, γυμνός. Ένας κόσμος άγριος, κυριαρχημένος από τη ζωή της πρέζας, τους μικροπωλητές και συνάμα χρήστες, τους μεγάλους και τους μικρούς του συναφιού, που ζει και αναπτύσσεται δίπλα στον «φυσιολογικό» γνωστό μας κόσμο. Ο ναρκομανής χρησιμοποιεί το αισθητήριό του για να βρίσκει τα στέκια της πρέζας, όπου κι αν βρίσκεται ν’ ανακαλύπτει τον κόσμο που ανήκει.
Η απλότητα και την ειλικρίνεια της αφήγησης του Μπάροουζ παρουσιάζει τολμηρά λεπτομέρειες από τις σκέψεις, τη ψυχολογία και τις πράξεις των εξαρτημένων στον κόσμο της βελόνας και της σιωπής, όπου οι χειραψίες με το θάνατο είναι συνήθεις και αναμενόμενες. Ρυθμιστής των πάντων η ανάγκη και η αγωνιώδης εξυπηρέτησή της. Μέσω των εξαρτημένων μας μιλά για τη σχέση μας με το σώμα μας και τις φοβίες μας, συνδυάζοντας τη βιωμένη γραφή με την εξερεύνηση των μύχιων του εσωτερικού ανθρώπινου διαστήματος
Το αίσθημα του ανοίκειου που δημιουργεί η εκ των ένδον εξιστόρηση του τοξικομανούς κ. Λι λειτουργεί με καθοριστικό τρόπο στην καθήλωση του αναγνώστη και υποκαθιστά τη χαλαρή ή συμπτωματική πλοκή. Ο κόσμος του κ. Λι διεκδικεί την αυτονομία του, απογυμνώνοντας την κοινωνική και πολιτική υποκρισία που περιβάλλει το θέμα του εθισμού. Από τον κόσμο του απουσιάζει η ενοχή. Ο κόσμος της πρέζας είναι έτσι.
Αλλά ο Μπάροουζ προχωράει και παραπέρα. Βάζει το μαχαίρι στην πληγή. Μιλάει για το «φτιάξιμο», ως επιθυμία και αναζήτηση να βλέπεις τα πράγματα από διαφορετική, ξεχωριστή σκοπιά. Ο Λι ομολογεί ότι επιζητεί το φτιάξιμο. Αηδιασμένος από τα ναρκωτικά, από την ίδια του τη σάρκα που γερνάει και γίνεται όλο πιο τυραννική και φοβισμένη, αναζητά το ύστατο φτιάξιμο σε μια καινούργια ουσία, το yage. Τολμηρό διάβημα για την εποχή του, για την εποχή μας επίκαιρο.

Δημήτρης Παλάζης, 15/04/2010

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Τζακ Κέρουακ, Στο δρόμο, εκδ. Πλέθρον


Πενήντα χρόνια μετά το θάνατο του Κέρουακ (1922 - 1969), ενός από τους κύριους εκπροσώπους της γενιάς μπιτ, και το μυθιστόρημά του «Στο δρόμο» έχει ήδη διαγράψει την πορεία του ταξιδεύοντας τους χιλιάδες αναγνώστες του ανά τον κόσμο.
Το αυτοκίνητο, μια μηχανική προέκταση της αφήγησης αλλά και «ζωντανός» ήρωάς της, γίνεται ο μοχλός του ταξιδιού, της περιπλάνησης του πρωταγωνιστή Σαλ Παραντάις με τον Νιλ Μόριαρτι. Γεμίζει την αφήγηση με εναλλαγές τοπίων της αμερικανικής υπαίθρου, μεγάλων και μικρών πόλεων. Στο δρόμο για το Ντένβερ, το Σαν
Φραντζίσκο, το Λος Άντζελες, το Τέξας και τελικά για το Μεξικό προβάλλει μια ανάγλυφη εικόνα της Αμερικής τέλη δεκαετίας του '40.

Τα αισθήματα εναλλάσσονται, άνθρωποι μπαίνουν και βγαίνουν στην αφήγηση. Η ζωή ακατέργαστη, αραφινάριστη, σε διαρκή ροή. Η ευαισθησία εξημμένη, οι μυρουδιές σ’ όλη τους την ένταση, οι ήχοι σ’ όλο τους το βάθος. Μια αυτόνομη ζωή πλατύτερη απ’ τη συνηθισμένη μου αγκαλιάζει την εμπειρία αχόρταγα. Η μουσική τζαζ ιερουργείται μέσα από τις βιωματικές περιγραφές του συγγραφέα που είναι λάτρης της. Η εμπειρία μακραίνει ως τον μεταφυσικό συγκλονισμό.

Η κίνηση διακατέχει τους δυο πρωταγωνιστές, δεν έχουν ιδιαίτερες φιλοδοξίες, δεν τρέφουν όνειρα. Ζουν στη σκιά του αμερικάνικού ονείρου, που γι ’αυτούς είναι η πραγματική ζωή. Κόντρα στο σύστημα, μέσω της ελευθερίας της κίνησης, αναζητούν το δυνατό βίωμα, το μοναδικό βίωμα που αξίζει να αναζητήσεις κανείς.
Σε σύγκριση με τα υπαρξιακά βάθη της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, το μυθιστόρημα του Κέρουακ μένει σε μια κατά βάση ρομαντική περιγραφή της ανθρώπινης ύπαρξης εμπλουτισμένης με ανατολίτικες μυστικιστικές διεξόδους. Κρατά για τον εαυτό της σφιχτοδεμένα όμως την εξαιρετική αίσθηση ροής των ταξιδιών, το πάθος της αντισυμβατικής αναζήτησης, την ανάδειξη της πυκνότητας του απλού σε ουσιώδες.
Το είδωλο του Σαλ, ο Ντιν, καίγεται μέσα σ' ένα καζάνι υπερβάλλουσας ενεργητικότητας, λιώνει για να ανασυσταθεί εκ νέου στην αναζήτηση ενός βαθύτερου άνθρωπου. Ο Κέρουακ περιγράφει αυτές τις μορφώσεις, απαλείφοντας για ενδιάμεσα κενά, τα γεμάτα συμβατικότητες. Η περιγραφή του είναι η πεμπτουσία ενός ονείρου που διακατέχει τον ιστό της, μια υλική και πνευματική δραπέτευση απ' την καθημερινότητα, της οποίας το βάρος είναι αντιστρόφως ανάλογο της απουσίας της. Η ζωή δεν είναι μόνο τα πάρτι, τα μεθύσια, τα ταξίδια και όλα τα άλλα. Δομείται από απροσμέτρητες διαμεσολαβήσεις της καθημερινότητας με όλες τις συμβατικότητες που εμφανίζονται αδιαπέραστες. Οι ήρωες του Κέρουακ έχουν όμως την ανάγκη να πειραματιστούν, να δραπετεύσουν, να βρεθούν στο δρόμο για ένα εναλλακτικό ταξίδι που θα φορτίσει τις
αποστεωμένες μπαταρίες για να κρατήσουν μέχρι το επόμενο ταξίδι.

Δημήτρης Παλάζης, 9/4/2010

Πέμπτη 8 Απριλίου 2010

Ευγενία Μεταξά, Χωρογράφηματα, εκδ. Διάττων


Με το πρώτο της βιβλίο η Ευγενία Μεταξά χωρογραφεί τον προσωπικό της ποιητικό χώρο. Στα «Χωρογραφήματα» περιλαμβάνονται τρεις ενότητες: Διαθέσεις Ι, Συγγένειες και Διαθέσεις ΙΙ και χαρτογραφούν την ποιητική της πορεία.

Την ποιήτρια απασχολούν προσωπικά και κοινωνικά θέματα, της καθημερινότητας. Βρίσκουμε στίχους αφιερωμένους στους νέους του οικείου της περιβάλλοντος, όπως ο ανιψιός της Αχιλλέας στο "Πνέοντας τα λοίσθια" (σ. 25), η "άγνωστη μικρή Δανάη" (Ευτελής πράξη, σ. 26), η "ανιψιά της Αριάδνη" (Κατόρθωμα, σ. 30)
Επίσης θέματα που τη συγκινούν και ανταποκρίνεται άμεσα γράφοντας στίχους, όπως το ποίημα "Σταυρός" (σ. 24), αφιερωμένο στο Γιάννη, που 'έφυγε με μηχανή' 21 χρόνων.

Δροσερό πνεύμα η Ευγενία Μεταξά ξαναφρεσκάρει τις παλιές στιχουργικές αναμνήσεις μας με τις ομοιοκατάληκτες και ρυθμικές συνθέσεις της, με απόηχους στίχων του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού, από τις οποίες συνθέσεις πολλές θα μπορούσαν κάλλιστα να γίνουν ωραία τραγούδια.

Η γραφή της έχει την ικανότητα από τη μια να πατάει στέρεα στη γη κι από την άλλη να ονειρεύεται. Από τις "Διαθέσεις ΙΙ" και μετά σηματοδοτείται ένα άνοιγμα σε περισσότερο περίπλοκες συνθέσεις. Η ρυθμική παραμένει, αλλά οι ομοιοκαταληξίες φθίνουν όσο προχωράμε. Στοn "Κύκνο", το τελευταίο ποίημα του βιβλίου, ο στίχος είναι πλέον ελεύθερος.

Προφανώς η Ευγενία Μεταξά μας ταξιδεύει στο πρώτο της βιβλίο σε επιλογές από τα πρώτα της γραφτά μέχρι τη σημερινή εποχή. Ένα ταξίδι ευχάριστο με τραγουδιστικούς στίχους που αγκαλιάζουν ένα ευρύ φάσμα κοινού. Ο μέσος Έλληνας (αν υπάρχει αυτός ο όρος), ειδικά εκείνος που έχει μεγαλώσει παιδιά, μπορεί ν' ακουμπήσει στους στίχους της τις δικές του σκέψεις, τα δικά του συναισθήματα. Με αναφορά τις δύσκολες στιγμές της εμπειρίας μπορεί να βρει στην Ευγενία Μεταξά έναν άνθρωπο που τον καταλαβαίνει και με τις λυρικές της επιδόσεις και την τραγουδιστική της φόρμα τον φέρνει κοντά της να τραγουδήσουν μαζί.


Δημήτρης Παλάζης, 6/4/2010

Σοφία Στρέζου, Νυχτερινό Πρελούδιο εκδ. Νέα Σκέψη


Στο «Νυχτερινό Πρελούδιό» της η Σοφία Στρέζου στοχάζεται λυρικά πάνω στη ζωή, στην αίσθηση του μοιραίου, που συνεχώς ανακαλύπτεται, επιβεβαιώνεται, κάτι στο οποίο η λογική αδυνατεί να επιβληθεί καθοριστικά. Η συναισθηματική αναστάτωση, το σπάσιμο των κρυστάλλων της ανθρώπινης ύπαρξης, ο αγώνας του ανθρώπου να βρει τη γαλήνη, την ειρήνη μέσα από "ολοένα μετατοπιζόμενα συγκινησιακά επίπεδα" (Δίλημμα, σ. 38), ακολουθούν έναν μεταπτωτικό τρόπο ξεχωριστό για τον καθένα.
Κυριαρχεί η επίγνωση της απώλειας, της φθοράς, του τέλους. Η ‘νίκη’ στις ανθρώπινες σχέσεις είναι μια "νίκη στην τέφρα", η δικαίωση είναι η αγάπη. Η ήττα η απώλεια, η φθορά.

Η σιωπή της Στρέζου είναι η σιωπή της απόγνωσης που την αναπαραγάγει, "η τελευταία άμυνα", "η λευκή σιωπή" (Αναδύεσαι, σ. 32). "Σιωπές που σε δονούν", αλλά και που "παρανομούν" "μπροστά σ' ένα γιατί που ομολογεί". "Σιωπές που ρημάζουν, αφανίζουν, ανταλλάσσουν, κανείς δεν έμαθε με τι" (Αναπόδεικτο, σ. 31).

Ο πάντα περιορισμένος χρόνος, η προοπτική του τέλους, της ολοκλήρωσης κάθε ανθρώπινου βιώματος είναι άρρηκτα δεμένη με την προσωρινότητα της ανθρώπινης ζωής. Αναζητώντας την υπέρβαση ο άνθρωπος επιζητεί να "βιάσει" το χρόνο περνώντας στη σφαίρα του έρωτα, στον "πανικό του χρόνου" (Πρόσωπο με πρόσωπο, σ. 58)
Αφού υπάρχει όμως τέλος, υπάρχει και μια αρχή, που μπορεί να ανανεώνεται:
"Ένας ακόμα θάνατος κάθε βράδυ
και κάθε πρωί,
μια καινούργια άνοιξη
... μόνο για μένα"

(Τέλος - Αρχή, σ. 60)

Τα πρελούδιο της Σοφίας Στρέζου είναι νυχτερινό, η μουσική της νύχτας κυριαρχεί, «σκεπάζοντας μορφές κι όνειρα χτυπημένα με βέλη. Είναι η «νύχτα των πόθων που γεννιούνται και πόθων που καίγονται στη φωτιά του νου και της ψυχής», είναι τα «θύματα της νύχτας». Αλλά και αναζήτηση της ειρήνης, η αναμονή της ειρήνης, μέσα απ’ τον αποκαθαρμό του πόνου.

Στην ποίηση της επιχειρεί ν' απαντήσει στο τρίπτυχο ερώτημα:
"η ζωή, η ηδονή, ο θάνατος". Ή, καλύτερα, αναζητά να δώσει με το δικό της τρόπο αυτές τις θεμελιώδεις ερωτήσεις.
Για την ποιήτρια, «Το να μη γεύεσαι τη ζωή είναι θάνατος, αλλά και το ν' αρνείσαι με πείσμα το θάνατο δεν είναι ζωή». Οι αρνήσεις της ζωής είναι τα προσωπεία του θανάτου, οι ποικίλες μορφές του.
Ο έρωτας είναι καταδικασμένος στον κύκλο αρχής – τέλους που αναπαράγεται, γιατί "η αμετάκλητη άρνηση ικετεύει τον έρωτα" (Η ζωή μου, σ. 8)

Η ποίηση της Στρέζου είναι βαθιά υπαρξιακή, ένας ευθύς και ειλικρινής στοχασμός στα βασικά ανθρώπινα ερωτήματα, ένας διερευνητικός εσωτερικός μονόλογος και μια προσπάθεια κατανόησης της ανθρώπινης εκδήλωσης που διαπερνά την ποιητική κατακλείδα.

Δημήτρης Παλάζης, 30/03/2010

Τρωάδες του Ευριπίδη στο Θέατρο του Νέου Κόσμου


Επίκαιρη και διαχρονική η τραγωδία του Ευριπίδη. Οι τρωάδες, οι αιχμάλωτες γυναίκες της νικημένης και συλημένης Τροίας, έχουν μεταβληθεί σε σκλάβες που είναι εξαναγκασμένες να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και ν’ ακολουθήσουν τους νικητές σε νέους άγνωστους γι’ αυτές τρόπους.

Ο Ευριπίδης, εστιάζοντας στη βασιλική οικογένεια των Τρώων με κεντρικό πρόσωπο τη μαρτυρική Εκάβη, αναδεικνύει με ποιητική ευαισθησία όλα τα δεινά που ακολουθούν τον πόλεμο και δη αυτό της προσφυγιάς.
Η αναλγησία των νικητών σε συνδυασμό με τη γνωστή μοίρα της σκλαβιάς ζωντανεύουν στο δράμα του μεγάλου τραγικού και δίνουν τη δυνατότητα για έξοχες ερμηνείες στην Μαρία Καλλιμάνη στο ρόλο της Ανδρομάχης και στη Μαρία Κίτσου στο ρόλο της Κασσάνδρας. Οι δυο ηθοποιοί κατάφεραν να μεταδώσουν τον πόνο των δύο αυτών μαρτυρικών τρωάδων μέσα από την πειστικότητα του ρόλου που υποδύθηκαν.

Η κατακόρυφη πτώση από τα πρότερα αξιώματα στο επίπεδο της σκλαβιάς και του ξεριζωμού έμοιαζε σ’ όλη τη διάρκεια του δράματος να μην έχει τέλος. Η Λυδία Κονιόρδου εμφάνισε μια Εκάβη που χτυπημένη απ’ όλες τις μεριές δεν μπορούσε να βρει ένα σημείο αναφοράς για να εκφράσει μια «λύπη παραπάνω», αφού το τραγικό διαδεχόταν το τραγικό, ώστε να μην ξέρεις γιατί να πρωτολυπηθείς. Γι’ αυτό που χάθηκε, που χάνεται διαρκώς, για το ζοφερό άγνωστο που έρχεται;…

Για να εξισορροπήσει τον πόνο των Τρωάδων, ο Ευριπίδης αντιπαράθεσε τη συμφωνία των θεών, της Αθηνάς και του Ποσειδώνα, ώστε οι νικητές τελικά να τιμωρηθούν.

Θέλω να ξεχωρίσω τη μετάφραση του ποιητή Παντελή Μπουκάλα, που ξαναζωντάνεψε το αρχαίο κείμενο σε τόσο όμορφη νεοελληνική γλώσσα, σε σημείο που αν το Ευριπίδης μας έβλεπε από ψηλά θα καταχειροκροτούσε.

Τα σκηνικά του Άγγελου Μέντη ασπρόμαυρα, ένα απογυμνωμένο από κάθε χρώμα πένθος.

Με μια φράση, πρόκειται για μια δεμένη παράσταση με εξαιρετικές ερμηνείες που χειροκροτήθηκε θερμά και το άξιζε.


Τρωάδες του Ευριπίδη

Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
Μετάφραση: Παντελής Μπουκάλας
Επιμέλεια κίνησης: Αγγελική Στελλάτου
Σκηνικό - Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Μουσική: Τάκης Φαραζής
Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης
Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα Τσαπάρα

Παίζουν οι ηθοποιοί:
Λυδία Κονιόρδου (Εκάβη)
Γιάννης Τσορτέκης (Ταλθύβιος)
Μαρία Καλλιμάνη (Ανδρομάχη)
Μαρία Κίτσου (Κασσάνδρα)
Μιχάλης Οικονόμου (Μενέλαος)
Ιωάννα Κανελλοπούλου (Αθηνά)
Αμαλία Τσεκούρα (Ελένη)
Ορέστης Τζιόβας (Ποσειδώνας)
Δήμητρα Λαρεντζάκη
Αιμιλία Βάλβη
Ειρήνη Τζανετουλάκου
Ελίτα Κουνάδη
και ο μικρός Μιχάλης Καφούσιας

Θέατρο του Νέου Κόσμου
Αντισθένους 7 & Θαρύπου, ΦΙΞ, τηλ. 210-9212900


Δημήτρης Παλάζης, 29/03/2010

Τόμας Μαν, Το μαγικό βουνό, εκδ. Εξάντας


Το μαγικό βουνό του Τόμας Μαν (1875-1955) είναι ένα μνημειώδες έργο που αποπειράται να φωτίσει βασικές προκλήσεις της ύπαρξης, όπως Θάνατος και ζωή, το μυστήριο του χρόνου, τον έρωτα, μέσα από μια περιπετειώδη διαδικασία που προσομοιάζει με μύηση.
Ο νεαρός μηχανικός Χανς Κάστορπ από το Αμβούργο μεταβαίνει στο διεθνές σανατόριο Μπέργκχοφ της Ελβετίας για να επισκεφτεί τον ξάδερφό του Γιοάχιμ Τσείμσεν. Όμως ένας παρατεταμένος ελαφρύς πυρετός και μια αντίστοιχη ιατρική διαπίστωση οδηγεί τον αυλικό σύμβουλο Μπέρενς, προϊστάμενο γιατρό του ιδρύματος, να του προτείνει μια πιο μακρόχρονη παραμονή. Η παραμονή ανανεώνεται, ώστε η αρχική διάρκεια της επίσκεψης των τριών εβδομάδων να καταλήξει τελικά σε μια επταετή παραμονή.

Ο νεαρός μηχανικός Χανς Κάστορπ από το Αμβούργο μεταβαίνει στο διεθνές σανατόριο Μπέργκχοφ της Ελβετίας για να επισκεφτεί τον ξάδερφό του Γιοάχιμ Τσείμσεν. Όμως ένας παρατεταμένος ελαφρύς πυρετός και μια αντίστοιχη ιατρική διαπίστωση οδηγεί τον αυλικό σύμβουλο Μπέρενς, προϊστάμενο γιατρό του ιδρύματος, να του προτείνει μια πιο μακρόχρονη παραμονή. Η παραμονή ανανεώνεται, ώστε η αρχική διάρκεια της επίσκεψης των τριών εβδομάδων να καταλήξει τελικά σε μια επταετή παραμονή.
Στην πραγματικότητα όμως, ή παράλληλα με τις ιατρικές αιτιάσεις και προτροπές, ο ανοιχτός σε εμπειρίες Χανς Κάστορπ παραμένει γιατί γοητεύεται ή παρασύρεται να γοητευτεί από την ιδιότυπη ατμόσφαιρα του μαγικού βουνού και, με τη διαδοχή των εμπειριών ενός καινούργιου κόσμου, υφίσταται μια συνειδησιακή μετάλλαξη που τον μεταφέρει σε περιπέτειες και «κυβερνητικούς» προβληματισμούς πολλαπλών επιπέδων, αισθησιακών, ηθικών, πνευματικών, που δεν θα είχε τολμήσει καν να ονειρευτεί στα «πεδινά».
Κρίσιμο ρόλο στην παρουσία του στο σανατόριο παίζουν ο μέντοράς του Σεττεμπρίνι, ουμανιστής και ηθικολόγος λογοτέχνης και τέκτων, σε συνδυασμό με τον ρητορικό αντίπαλο του Σεττεμπρίνι, τον Ιησουίτη Νάφτα, καθηγητή των κλασικών γλωσσών και της φιλοσοφίας, καθώς επίσης ο μεγάλος του έρωτας, η Κλάβντια Σωσά και φυσικά ο ξάδερφός του Γιοάχιμ Τσείμσεν.
Πλήθος άλλων ηρώων συμμετέχουν στις συνειδησιακές ανατροπές του νεαρού Κάστορπ: ο αυλικός σύμβουλος Μπέρενς, ο βοηθός Κροκόφσκι και προς το τέλος ο Μυνχέερ Πέπερκορν, άνθρωπος επιβλητικής παρουσίας και προσωπικότητας.
Το σανατόριο εκφράζει μια θανατερή ατμόσφαιρα, που λόγω της ιδιότητάς της διαβρώνει το χαρακτήρα του Κάστορπ, ελκύοντας παράλληλα το ενδιαφέρον του και την περιέργειά του. Μόνο ο μέντοράς του, ο Σεττεμπρίνι, του επισημαίνει ότι οι συνεχείς κατακλίσεις, τα πολυπληθή πλούσια γεύματα και η αποκοπή από το σύνηθες περιβάλλον στα «πεδινά» δεν είναι ό,τι καλύτερο για τον νεαρό μηχανικό.
Το στοιχείο του χρόνου αντιμετωπίζεται με δυο τρόπους στο μυθιστόρημα. Κατ’ αρχάς με την ιστορική έννοια, τοποθετώντας το ιστορικά. Εκεί όμως που εστιάζεται κυρίως ο συγγραφέας και μας δίνει εκπληκτικές στοχαστικές σελίδες είναι το είδος του χρόνου που βιώνει στο σανατόριο ο ήρωάς του. Ο χρόνος απεκδύεται το συνηθισμένο του ένδυμα, τις ανθρώπινες βάσεις του στην επανάληψη, στην κυκλικότητα, στην κίνηση και προσομοιάζει περισσότερο ως εμπειρία στο όριο της απώλειας της αίσθησής του, στην αχρονικότητα. Ο ίδιος ο ήρωας, επιζητώντας κάθε φορά να δίνει μια διαρκή ολοκληρωμένη παρουσία στον κόσμο των ιδεών του, καθιστά κάθε χρονική στιγμή ένα ανανεούμενο παρών.
Οι χαρακτήρες του έργου, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Χανς Κάστορπ εμφανίζονται να υπερβαίνουν εαυτούς, δηλαδή λειτουργούν και ως εκπρόσωποι από κόσμους, φυλές, πνευματικούς χώρους. Σε καμιά περίπτωση όμως χάρις στο διεισδυτικά αναλυτικό ύφος του συγγραφέα δεν χάνουν τη ζωντάνια και την πειστικότητά τους.

Δημήτρης Παλάζης,

Ο "θείος Βάνιας" του Τσέχοφ στο Εθνικό Θέατρο


Στα προτερήματα του «θείου Βάνια» του Τσέχοφ δεν είναι η πλοκή. Εξαιρετικά απλή, λειτουργεί σαν πρόσχημα, σαν αφορμή για να εκδηλωθούν τα συναισθήματα των ηρώων. Ο καθηγητής Σερεμπριακόφ, συνταξιούχος, και η κατά πολύ νεαρότερή του σύζυγος, η όμορφη Ελένα αποφάσισαν να εγκατασταθούν στο υποστατικό τους στη ρώσικη επαρχία. Το υποστατικό συντηρούν για λογαριασμό του καθηγητή ο Βάνιας και η ανιψιά του Σόνια, κόρη του καθηγητή από τον πρώτο του γάμο.

Η εγκατάσταση του ζεύγους Σερεμπριακόφ απορυθμίζει τη ζωή των ανθρώπων του κτήματος και λειτουργεί σαν καταλύτης στα όσα θα διαγραμματιστούν.
Η όμορφη αλλά πιστή Ελένα προκαλεί με την παρουσία της συναισθηματικές αναταράξεις. Χαμένα όνειρα και ανεκπλήρωτοι πόθοι αναδύονται στα κεντρικά πρόσωπα του τσεχοφικού δράματος. Νοιώθουν συνειδητά ή ασυνείδητα τη φθορά και τη μονοτονία της καθημερινότητας, επιζητούν να δοθεί ένα νόημα στη ζωή, να βρεθεί μια διέξοδος. Τελικά η μόνη διέξοδος θα είναι η φυγή ή η παραμονή.

Το σκηνικό του Χέρμπερτ Μουράουερ είναι λιτό - μου φέρνει στο νου προθάλαμο σανατορίου, όπου οι ήρωες είναι ένα είδος εγκλείστων – εξυπηρετεί όμως τους στόχους του Γιάννη Χουβαρδά ν’ αναδείξει την ποιητικότητα των τσεχοφικών διαλόγων και να ψυχογραφήσει τους ήρωες. Η χρήση του βίντεο και της γαλλικής μουσικής και γενικότερα η μεταφορά του έργου σε εποχή κοντά στη δική μας κινούνται προς την κατεύθυνση της ψυχογράφησης των ηρώων και της ανάδειξης των παθών και των κορυφώσεων που διαπερνούν το είναι τους.
Ξεχώρισα την Άλκηστις Πουλοπούλου (Σόνια) στο ρόλο της εργατικής χωριατοπούλας, το Νίκο Χατζόπουλο (Βάνιας) στο ρόλο του έντιμου νοήμονα επιστάτη και του παλαίμαχου Γιάννη Βογιατζή (Μαρίνα), χωρίς οι υπόλοιποι να υστερούν στο σύνολο.

Εξαιρετικά επίκαιρο το οικολογικό μήνυμα που εισέρχεται στο έργο μέσω του γιατρού Άστροφ.


Μετάφραση Χρύσα Προκοπάκη
Σκηνοθεσία Γιάννης Χουβαρδάς
Σκηνικά - κοστούμια Χέρμπερτ Μουράουερ
Μουσική διδασκαλία Μελίνα Παιονίδου
Φωτισμοί Λευτέρης Παυλόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη Νατάσσα Τριανταφύλλου
Βοηθός σκηνογράφου Μαριαλένα Λαπατά

Διανομή:
Σερεμπριακόφ: Μάνος Βακούσης
Ελένα: Μαρία Σκουλά
Σόνια: Άλκηστις Πουλοπούλου
Μαρία Βασίλιεβνα: Μάγια Λυμπεροπούλου
Βάνιας: Νίκος Χατζόπουλος
Άστροφ: Ακύλας Καραζήσης
Τελιέγκιν: Μάνος Σταλάκης
Μαρίνα: Γιάννης Βογιατζής
Εργάτης: Γιάννης Τσεμπερλίδης

Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου
Αγ. Κωνσταντίνου 22- 24, Ομόνοια, τηλ. 2105288170


Δημήτρης Παλάζης, 02/02/2010

Νίκος Σκαλκώτας, ένας αφοσιωμένος κλασσικός


Ο Νίκος Σκαλκώτας (1904 -1949) είναι από τους πρώτους νεοέλληνες συνθέτες που χρησιμοποίησαν ριζοσπαστικά εκφραστικά μέσα, χωρίς διάθεση να πολεμήσει ή να επιβληθεί, αλλά με μόνη τη φιλοδοξία να δημιουργήσει. Το δωδεκάφθογγο σύστημα (σχολή Schoenberg) που χρησιμοποίησε, βρήκε σ’ αυτόν το δέσιμο ενός λεπτού προσωπικού ύφους με απίστευτη ηχητική φαντασία και πλήρη έλεγχο όλων των μουσικών διαστάσεων.

Πάμπολλα λαϊκά μοτίβα (χωρίς ίχνος φολκλόρ) συμπράττουνε στις συνθέσεις του. Ο μουσικός χώρος αρθρώνεται με ηχητικές συμπαγείς συσσωρεύσεις, οργανικά κομμάτια που χαρίζουν σφριγηλούς χρωματισμούς και αναπροβάλλονται διαρκώς στα όρια του διαχωρισμού τους, όταν η μουσική αίσθηση του Σκαλκώτα το απαιτεί.
Ο συνθέτης τηρεί τον απαιτούμενο σεβασμό στη μουσική παράδοση της δύσης, απ’ τον Bach ώς τον Debussy, προχωρεί όμως παράλληλα σε καινούργια ευρηματικά στοιχεία νοιώθοντας μέσα του να πάλλονται οι ελευθερίες του ήχου. Δημιουργεί έτσι ένα άκουσμα πρωτότυπο, ζυμωμένο, συνολικό, που, λιτό και καθαρό στα μουσικά περιγράμματα, θέτει τις ατράνταχτες προϋποθέσεις βάθους: οι προεκτάσεις μοιάζουν να μη στερεύουν, γίνονται όλο και πιο λεπτολόγες και απαιτητικές. Δεν αρκεί μια συνηθισμένη «έντιμη» εκτέλεση για να αναδειχθεί ο πλούτος των έργων του. Πρέπει να βιωθούν μέχρι την τελευταία εγγεγραμμένη περιφέρεια, με την επιπλέον δυσκολία της πυκνής δωδεκάφθογγης αντιστικτικής γραφής, ώστε να μπορέσει να μεταδοθεί ο εκφραστικός πλούτος της, η φωτεινότητά της, καθώς και οι ποικίλοι χρωματισμοί της.
Παρά το σύντομο του βίου του, το έργο του είναι μεγάλο σε μέγεθος, καλύπτοντας όλες τις μουσικές μορφές (εκτός της όπερας) και παραμένει σ’ ένα μέρος του ακόμη ανεξερεύνητο. Ξεχωρίζουν «Η επιστροφή του Οδυσσέα» (1942), τα «Δέκα Σκίτσα» (1940), οι «36 ελληνικοί χοροί» (1933-36), 10 κοντσέρτα για ένα όργανο (σόλο) και ορχήστρα, τα «32 κομμάτια για πιάνο» (1940) κ.λπ.
Αξίζει να σημειωθεί τέλος – για να μην ξεχνάμε οι Έλληνες - ότι, όταν ο Σκαλκώτας επέστρεψε απ’ το Βερολίνο στην Αθήνα για μόνιμη εγκατάσταση, συνάντησε όχι μόνον έλλειψη κατανόησης της μουσικής του, αλλά και εχθρότητα από το ελληνικό μουσικό κατεστημένο. Αυτό τον οδήγησε σε μια ιδιότυπη απομόνωση, κατά την οποία όμως συνέθετε ασταμάτητα και με μεγάλη ταχύτητα, δεξιότητες που οφείλονταν κατά κύριο λόγο στη μουσική του ιδιοφυΐα και αποτελεσματικότητα, αλλά και στη βαθιά του γνώση.
Η απομόνωσή του όμως δεν ήταν μόνο τοπική. Ήταν και απομόνωση από τις διεθνείς μουσικές εξελίξεις, μέχρι του σημείου οι ξένοι σύγχρονοι συνθέτες και φίλοι του να μην γνωρίζουν αν ζει. Κερδισμένη βγήκε τελικά η μουσική, που πλούτισε το ρεπερτόριό της μ’ ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να δημιουργήσει ένας αφοσιωμένος της συνθέτης, προικισμένος με αστείρευτο ταλέντο.

Δημήτρης Παλάζης, 26/01/2010

Μπορίς Βιάν, Ο έρως είναι τυφλός, εκδ. γράμματα


Μύθος στην εποχή του, ο Μπορίς Βιάν (1920-1959) συνδυάζει μια ξέγνοιαστη και εύθυμη φαντασία με την αίσθηση της μοίρας και του τραγικού. Τα διηγήματα της συλλογής «Ο έρως είναι τυφλός» εμβολιάζονται με το παράδοξο, λειτουργούν σαν παιχνίδια με μπόλικο μποέμικο αέρα. Βαθμιαία, από τα πρώτα διηγήματα προχωρώντας προς τα τελευταία του τόμου, το μίγμα ρεαλιστικής γραφής και γραφής του παραλόγου υποχωρεί σε βάρος του πρώτου. Τα διηγήματα γίνονται όλο και πιο θορυβώδικα, όλο και πιο μακάβρια.

Εμφανίζονται χαρακτήρες σε περισσότερα του ενός διηγήματα, όπως ο ταγματάρχης, που προσομοιάζουν περισσότερο σε τύπους καρτούν. Διαπράττονται φόνοι, αλλά και μοιραίες σωτηρίες εν ριπή οφθαλμού, που θυμίζουν φιλμ νουάρ γαλλικής έκδοσης.
Παρακμιακά σκηνικά και μια ειρωνεία που λειτουργεί λαθραία μέσα από σουρεαλιστικές εικόνες και την εξάρτησή τους από τις ρεαλιστικές ή νατουραλιστικές, σ΄ ένα περιβάλλον που θυμίζει Ιονέσκο, αλλά με μεγαλύτερη λογική συνοχή.
Η παραισθητική ευρηματικότητα του Βιάν είναι χαρακτηριστική στο διήγημα «Ο έρως είναι τυφλός», από το οποίο πήρε τον τίτλο ο ελληνικός τόμος, με την εμφάνιση της ιδιότυπης ομίχλης που από τη μια εμποδίζει την όραση, από την άλλη ευνοεί την ερωτική σύμπραξη των κατοίκων μιας πόλης.
Στο διήγημα «Η χρυσή καρδιά» είναι παρών ο συμβολισμός, το «Σουρπράιζ πάρτι στου Λεομπίλ» η παρωδία των Σουρπράιζ πάρτις που διοργάνωνε εν ζωή ο Βιάν με τ’ αδέρφια του. Στο πνεύμα της παρωδίας κινείται και «Ο υδραυλικός» και «Ο Σοχαστής». Η αντιστροφή του μύθου στον «Λυκάνθρωπο», όπου ο λύκος μετατρέπεται σε άνθρωπο και γίνεται επί το ορθότερον ανθρωπόλυκος. Τα ζώα έχουν φωνή και επικοινωνούν μεταξύ τους και με τους ανθρώπους, με την πιο ολοκληρωμένη περίπτωση το «Μπλουζ για ένα μαύρο γάτο».
Στα μεγαλύτερα διηγήματα όπως η ‘τραγική’ ιστορία δύο μελλόνυμφων στον «Έρημο δρόμο», στα «Ψόφια ψάρια» που είναι γραμματόσημα, και στο τελευταίο διήγημα του τόμου, «την ομίχλη» με τον Αντρέα πρώην τρόφιμο ασύλου, το παράλογο έχει καταλάβει και τις πιο απρόσμενες γωνιές, μιμούμενο το πραγματικό κόβοντας το σε φέτες, μιμούμενο το νουάρ και ρίχνοντας σουρεαλιστικές πινελιές. σε μια διήγηση που δεν είναι ούτε ανάλαφρη ούτε βαριά, αλλά ‘μολυσματικά’ ανάλαφρη και κωμικά βαριά, κινείται στα πλαίσια των φανταστικών λύσεων και είναι χαρακτηριστική του ύφους του συγγραφέα.
Υπό τις προϋποθέσεις αυτές «Ο έρως είναι τυφλός» θα μπορούσε να λειτουργήσει και σαν ένα χαρακτηριστικό εισαγωγικό δείγμα του συγγραφικού κόσμου του Βιάν για να προχωρήσει ή όχι ο αναγνώστης σε έργα του, όπως «Θα φτύσω στους τάφους σας»και «Ο αφρός των ημερών».

Δημήτρης Παλάζης, 25/01/2010

Ντάλιου Διονυσία, Ασέληνος Νυχτωδία, εκδ. Ομήγυρις


Ταξιδιωτικά σχήματα που κινητροδρομούν εσωτερικές αναμοχλεύσεις της ψυχής.
Τοπία ενσωματώνονται στην ποιητική συνείδηση, οι αποχρώσεις της όρασης συνδιαλέγονται με τις αποχρώσεις του ψυχισμού δίνοντας στην ποιητική εικόνα μια δύναμη έδρασης και μια ζωντάνια αναφοράς.
Με το πρώτο της βιβλίο τη Διονυσία Ντάλιου μας ταξιδεύει στο παρελθόν των ταξιδιών μέσα από το παρόν της ποίησης. Το ταξίδι φωτογραφίζει τη ψυχή και την κινητοποιεί, ενώ το τοπίο ή το όνομα παραμένει στο επίπεδο του συμβόλου ή της αναφοράς.

Ο χρόνος για την Ντάλιου είναι ο κατ’ εξοχήν βιωματικός χρόνος:
Πόσο μου έλειψε ο χρόνος σου
που ήξερε να ξεμπλέκει
μπλούζες χοντρές, χειμωνιάτικες
(π. «Στιγμή»)

ή οι ποιοτικές ανατροπές του χρόνου που συνιστούν τη βιωματική του διάσταση:

Πώς ο χρόνος αλλάζει στο χι του όχι σου,
γυρίζοντας ανάσκελα και πέφτοντας στο πάτωμα
(π. «Το γκαρσόνι»)

Ο χρόνος τελικά ως διάσταση έχει για την ποιήτρια μια πεπερασμένη διάρκεια, αποτελεί σε τελευταία ανάλυση ένα κομμάτι της μνήμης, με ιδιότυπο στη σύλληψη χρώμα. «Τα εσώτερα του χρόνου» της Ντάλιου είναι τα εσώτερα της υπαρξιακής διαύγειας. Είναι και μια αναζήτηση του ανθρώπου, του ανθρώπινου χρόνου, που "ξέρει να ξεμπλέκει μπλούζες χοντρές, χειμωνιάτικες", αλλά και μια συνειδητοποίηση της απώλειας, που ο χρόνος σαν τριβή φέρνει στην επιφάνεια, αλλάζοντας τους ήχους και τελικά "σερβίροντας την αλήθεια".
Η υπαρξιακή πορεία είναι μια πορεία ανάγνωσης της αλήθειας, με όλη την οδύνη που αυτή συνεπάγεται:

Τα αισθήματα αναβλύζουν στην ποίησή της, ταξιδεύουν μαζί με τον κόσμο, αλλά ταυτόχρονα περιβάλλονται από το γυαλί της αυτογνωσίας, παραμένουν εντός της πηγής, αυστηρά προσωπικά. Η ποίηση της εφορμάται από το βίωμα, κατόπιν το στοχάζεται, παίρνοντας έτσι ένα μεταβιωματικό στοχαστικό χαρακτήρα.

Η συνδιαλλαγή του ονειρικού κόσμου με τον καθημερινό και ο παράγων της αυθαιρεσίας που υπεισέρχεται στις ερμηνευτικές προσεγγίσεις, αλλά και η δυναστεία της βιωματικής μνήμης πάνω στις εξωθήσεις του ενστίκτου που γνωρίζει τις βασικές μας ανάγκες απασχολούν τη ποιήτρια στα ποιήματα "Ανερμήνευτο" και "Η ελεγεία της χαράς".

Ηδονή και οδύνη.
Ηδονή με χιλιάδες αρώματα και ευτυχισμένες ανθρώπινες στιγμές, που βιώνουμε λαθραία έναν παράδεισο και γίνονται σκιές που τρεμοπαίζουν στο ίσκιο μας όταν ο πόνος επανέρχεται "περιχαρής", όταν "Όλες οι μέρες μας κρύβονται στο γκρεμό".
Ο θάνατος σαν τέλος, περάτωση και παρακμή. Δεν είναι ο οντολογικός θάνατος, αλλά ο υπαρξιακός, η βίωση του αδιεξόδου, της περάτωσης. Ο κόσμος όμως είναι "ανάγλυφος" και παίρνει το σχήμα της επιβίωσης μέσω της προσαρμοστικότητας. Ούτε λύτρωση ούτε οδύνη, καμιά δόξα ή υπέρβαση, αλλά:

Ήχοι που χάνονται άδοξα
μέσα στου απέραντου
την προσαρμοστικότητα
(π. "Ανάγλυφο")

Στην προσαρμοστικότητα επιπλέουν το αζημίωτο, ο "ήχος του σφάλματος", τα λάφυρα. Παραμονεύει όμως πάντα η απόγνωση. Η ανθρώπινη παρουσία, αλλά και η ανθρώπινη απουσία βαραίνουν και συνθλίβουν. Το καταφύγιο και πάλι η αλήθεια:

Ποίημα «Κατάματα»:

Όλη η αλήθεια μου
σωριάστηκε στο πάτωμα.
Όλοι πήραν ό,τι μπόρεσαν.
Δίψασα.
Νυχτώνει νωρίς πλέον.
Οι αίλουροι φωλιάζουν.
και κοιμούνται στα τάρταρα.
Όσοι άγγελοι μ’ άγγιξαν
Έχουν τώρα πεθάνει.
Αρχίζω.


Τρυφερά ποιήματα, όπως η "Δέηση", η "Συμπαράσταση" διακοσμούν τη συλλογή με μουσικούς αναβαθμούς και φέρνουν στο νου ηλικίες που πέρασαν μαζί με την αθωότητά τους.

Ένας εκλεπτυσμένος σαρκασμός διαπερνά τα ποιήματα "Απάντηση σ' ένα γράμμα που δεν στάλθηκε ποτέ", "Το χαμόγελό σου", "Απώλειες", "Γενέθλιος μέρα", όταν φτάνει να παζαρεύεται το συναίσθημα με την αλλοτρίωση, όταν καταφανώς μειοδοτεί μέχρι παραμυθίας.

Η Διονυσία Ντάλιου βλέπει τον κόσμο με το μάτι της ύπαρξης. Κατ' εξοχήν υπαρξιακή, μετουσιώνει τον περιβάλλοντα κόσμο σε διερευνητικούς στοχασμούς, σε λυτρωτικές απολήξεις, καθοδηγούμενη απ' την ανάγκη να διασωθεί η γνησιότητα του αισθήματος, τα πράγματα να μπουν στη σωστή σειρά, εκείνη που οδηγεί στη βαθιά γνώση της αλήθειας.


Δημήτρης Παλάζης, 16/01/2010

Χέρμαν Μπροχ, Οι Υπνοβάτες ΙΙΙ - 1918 Χούγκενχαου ή ο ρεαλισμός, εκδ. Μέδουσα


Το "1918, Χούγκεναου ή ο ρεαλισμός" αποτελεί τον τρίτο τόμο με τον οποίο ολοκληρώνονται "Οι Υπνοβάτες" του Χέρμαν Μπροχ.
Το βιβλίο αρχίζει με τη λιποταξία του Βίλχεμ Χούγκεναου, Αλσατού εμπόρου. Ο Χούγκεναου απομακρύνεται από το μέτωπο και βρίσκει ασφαλές καταφύγιο μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος σε μια μικρή πόλη...

Επανέρχονται οι ήρωες των δύο πρώτων βιβλίων, ο Ες και ο Πάσενοβ, αλλά σε δεύτερους ρόλους και μ' αυτό τον τρόπο δένεται η τριλογία. Τους συναντά ο Χούγκεναου στην πόλη. Ο Γιόαχιμ φον Πάσενοβ, ασπρομάλλης πια, είναι ο στρατιωτικός διοικητής και ο Ες έχει γίνει διευθυντής μιας τοπικής εφημερίδας. Ο Χούγκεναου, ο οποίος εκμεταλλεύεται τους πάντες συγκρούεται σφοδρά με τον Ες με τραγική κατάληξη. Η σύγκρουσή του με τον Πάσενοβ είναι ηπιότερη. Παράλληλα εμφανίζονται και άλλες ιστορίες, και άλλοι δευτερεύοντες ήρωες, που ο συγγραφέας τους αφιερώνει κάποια κεφάλαια:
Μια ενότητα ηρώων είναι εκείνη που σχετίζεται με το νοσοκομείο, με τους γιατρούς, τις νοσοκόμες και τους ασθενείς, όπως ο ανθυπολοχαγός Γιαρέτσκι που του κόβουν το χέρι και που πιστεύει ότι ο πόλεμος δεν θα τελειώσει ποτέ, ο στρατιώτης και οικοδόμος στο επάγγελμα Λούντβιχ Γκέντιγκε, ο οποίος πιστεύει ότι αν δεν πεθάνεις δεν ανασταίνεσαι.
Ένα άλλο πρόσωπο είναι η όμορφη και καλοντυμένη Χάννα Βέντλινγκ, εξαιρετικό παράδειγμα μιας παθητικότητας, ενός αστισμού που εκφυλίζεται στην απώλεια νοήματος και οδηγείται σε αδιέξοδο.
Αξιοσημείωτη είναι επίσης η εικόνα της μικρής κοπέλας που ενσαρκώνει τις επιπτώσεις της εποχής στα παιδιά, τα οποία μέσω της ‘οριακής’ παρουσίας της εκπροσωπεί.
Ένας άλλος ήρωας είναι ο ίδιος ο αφηγητής που συντάσσει τις ενότητες "Η πτώση των αξιών" και "Η κοπέλα του στρατού σωτηρίας" με πρωτοπρόσωπη αφήγηση.
Οι νέοι ήρωες ακολουθούν σχεδόν τη δική τους ανεξάρτητη ιστορία ο καθένας.
Ο πόλεμος, αν και δεν διαγραμματίζεται στην πόλη είναι πανταχού παρών στις σκέψεις των ανθρώπων.

Ο συγγραφέας παίρνει ενεργό ρόλο στο τρίτο βιβλίο, βρίσκεται σε άλλη πόλη και μιλά σε πρώτο πρόσωπο σε μια σειρά κεφαλαίων που φέρουν τον γενικό τίτλο "Η κατάρρευση του συστήματος αξιών". Στην αρχική αυτόνομη παρουσία τους εμπλέκονται κατόπιν σταδιακά οι μυθιστορηματικοί ήρωες, δίνοντας μια επιπλέον διάσταση στους ίδιους, αλλά και χρησιμεύοντας σαν παραδείγματα στις θεωρίες του συγγραφέα.
Οι δοκιμιακές προσεγγίσεις του Μπροχ στο θέμα των αξιών και αξιολογικών συστημάτων, της μεταιχμιακής ισορροπίας λογικού και ανορθολογικού, τις καταστροφικές επιπτώσεις από τη μεγέθυνση είτε του ενός είτε του αλλού είναι εξαιρετικές κι απ' όσο τουλάχιστον γνωρίζω εγώ την εποχή εκείνη πρωτότυπες σαν στοχαστική σύλληψη. Ο Μπροχ, τολμά, στα πλαίσια του μοντερνισμού και για να εξυπηρετήσει τους στόχους του, να βάλει τον συγγραφέα στο κείμενο σαν ένα ακόμα ήρωα που στοχάζεται, αλλά και διηγείται ιστορίες, όπως της κοπέλας του Στρατού της Σωτηρίας – πολλές σε έμμετρη μορφή - Καταφέρνει με την ποιότητα των γραφομένων του να μην οδηγείται στο γνωστό σφάλμα των συγγραφέων να εξέρχονται του κειμένου και να επεξηγούν τα γραφόμενα, αλλά από πρόθεση εξερχόμενος για να δώσει μια στοχαστική προσέγγιση μιας εποχής, του ύφους της, αλλά και πώς αυτή εξατομικεύεται σε χαρακτηριστικούς τύπους που την απαρτίζουν με κύριο και αντιπροσωπευτικό εκπρόσωπο τον Χούγκεναου. Αυτός είναι που προβληματίζει τον αφηγητή, και μέσω αυτού κυρίως προσπαθεί να επεξηγήσει την αποσύνθεση της εποχής και των αξιών της, χρησιμοποιώντας τον σαν αντιπροσωπευτικό δείγμα. Ο Χούγκεναου ενσαρκώνει το ‘ύφος’ – θα έλεγα καλύτερα την έλλειψη του ύφους - της εποχής, η οποία απογυμνωμένη από 'διακοσμητικά στοιχεία', τα οποία κατ’ εξοχήν ορίζουν το ύφος, οδηγείται ή βρίσκεται στην αποσύνθεση.
Όπως και στα δύο προηγούμενα βιβλία που συνιστούν την τριλογία, ο συγγραφέας ακολουθεί τη δική του ιδιότυπη νατουραλιστική - ψυχολογική αναπαράσταση των ηρώων του, πράγμα που συντελεί ως ένα βαθμό στη συνεκτικότητα και των τριών βιβλίων. Από τις πολύπλοκες όμως συνειρμικές ακολουθίες του Πάσενοβ οδηγούμαστε μέσω του Ες και καταλήγοντας στο Χούγκεναου σε διαρκώς απλούστερες, κρατώντας όμως το ίδιο χρώμα.
Ο κατακερματισμός της αφήγησης, καθώς και η χρήση του οπλοστασίου του μοντερνισμού ήταν συνειδητή επιλογή του συγγραφέα, όπως φαίνεται άλλωστε και στις προσωπικές σημειώσεις του που βρέθηκαν μετά το θάνατό του.
Η μετάβαση από τη μια εποχή στην άλλη είναι για τον Μπροχ η μετάβαση από ’να σύστημα αξιών σ' ένα καινούργιο, η οποία περνά από το ‘μηδενικό σημείο’ της εξατομίκευσης των αξιών. Αυτή την εξατομίκευση και τα διαφορετικά στάδια ή χρωματισμούς που παίρνει από άνθρωπο σε άνθρωπο στη διαδοχή του χρόνου αντιπροσωπεύει η κατακερματισμένη αφήγηση και η μαζικότερη προσεύλεση ηρώων στο τρίτο βιβλίο. Οι ήρωες του «ρεαλισμού» είναι αντιπροσωπευτικά δείγματα μιας ολόκληρης γενιάς, η οποία αποσυνδέεται σταδιακά από το παλιό σύστημα αξιών, χωρίς όμως να προσεταιρίζεται ένα νέο. Μιας γενιάς που αδιαφορεί για τον πόνο του άλλου έως παραφροσύνης και η αποδέσμευση από τις αξίες νομιμοποιείται ως τέτοια λόγω της εμπόλεμης κατάστασης.

Δημήτρης Παλάζης, 22/01/2010

Χέρμαν Μπροχ, Οι Υπνοβάτες ΙΙ - 1903 Ες ή η αναρχία, εκδ. Μέδουσα


Στο δεύτερο μυθιστόρημα της τριλογίας «Υπνοβάτες» του Χέρμαν Μπροχ, το σκηνικό αλλάζει. Την περίοδο του ύστερου παρακμασμένου ρομαντισμού διαδέχεται η μεταβατική περίοδος από τον παλιό στον νέο κόσμο. Τον Γιόαχιμ φον Πάσενοβ διαδέχεται ο Αύγουστος Ες, λογιστής στο επάγγελμα.
Ο Ες απολύεται από τη δουλειά του και προσλαμβάνεται με τη βοήθεια του ανάπηρου συνδικαλιστή Μάρτιν σε μια μεγάλη ναυτιλιακή εταιρεία του Μάνχαϊμ, της οποίας πρόεδρος της ο μεγιστάνας και ομοφυλόφιλος Μπέρτραντ.

Εν τω μεταξύ συλλαμβάνεται ο Μάρτιν και φυλακίζεται και ξεσπά απεργία στο λιμάνι. Ο Ες, κατά κάποιο δικό του αποκλειστικά τρόπο σκέψης, θεωρεί τον Μπέρτραντ υπεύθυνο και παραιτείται από τη θέση του. Στο μυαλό του συγκρούονται ιδέες αναρχούμενες, μηχανιστικοί συλλογισμοί που καταλήγουνε σε άτοπο, σε μια λογιστική του παράλογου. Τα πρόσωπα γύρω του συγχωνεύονται και διαχωρίζονται ανάλογα με τη διάθεσή του και τους συλλογισμούς τους.
Γνωρίζεται με τυχοδιώκτες του χώρου του θεάματος και καταλήγει από λογιστής να βρίσκει γυναίκες για αγώνες πάλης, θέλοντας κατά βάθος να προστατεύσει την όμορφη Ιλόνα - απόηχο της παλιάς δέσποινας του ρομαντισμού στο μυαλό του Ες - από τα μαχαίρια που της πετάει ο ταχυδακτυλουργός συνεργάτης Τέλτσερ.
Μεγάλο του όνειρο είναι να μεταναστεύσει στην Αμερική, το οποίο διαρκώς αναβάλλεται.
Ο Ες, όπως και Πάσενοβ, συμπεριφέρονται σαν υπνοβάτες, που ο κόσμος δείχνει να μην τους ενσωματώνει και τους οδηγεί να χάνονται μεταξύ ονείρων- ιδεών και μηχανιστικών σκέψεων. Σε αντίθεση με τον Πάσενοβ όμως, ο Ες δεν έχει κανένα στήριγμα. Εδώ δεν υπάρχει το στρατιωτικό σχήμα να δημιουργήσει ενός είδους σταθερότητας κι αναφοράς. Ο Ες, στην προσπάθειά του να δημιουργήσει ο ίδιος ένα σύστημα αξιών που να μην εμφανίζει ‘λογιστικά λάθη’, οδηγείται σε αδιέξοδα, το ένα κατόπιν του άλλου και παραπαίει στην κατάσταση του «Υπνοβάτη», στην τόσο ανάγλυφα δοσμένη λογική του αναρχούμενου παραλογισμού.
Ο Ες είναι η εκδοχή του επαναστατημένου μικροαστού, με μια ιδιαιτερότητα όμως, που χαρακτηρίζει τη γερμανική φυλή: την αγάπη για την τάξη.

Ο συγγραφέας με το δεύτερό του μυθιστόρημα, γραμμένο σε διαφορετικό ύφος, φωτίζει και ξεδιπλώνει τις υπαινικτικές διαστάσεις του πρώτου. Η γραφή του, διεισδυτική, ψυχογραφική, στοχαστική, τον κατατάσσει σ’ έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του περασμένου αιώνα.

Δημήτρης Παλάζης, 08/01/2010

Χέρμαν Μπροχ, Οι Υπνοβάτες Ι-1888, Πάσενοβ ή ο Ρομαντισμός, εκδ. Μέδουσα


Ο Χέρμαν Μπροχ (1886-1951) στο πρώτο βιβλίο της τριλογίας «Υπνοβάτες» εισέρχεται με επιτυχία στο λογοτεχνικό ύφος του τέλους του 19ου αιώνα για να αφηγηθεί την ιστορία του Γιόαχιμ φον Πάσενοβ, γόνο αγροκτημόνων, που η οικογένεια του τον ανάγκασε παρά τη θέλησή του να γίνει αξιωματικός του Πρωσικού στρατού.

Βρίσκουμε τον ήρωα να έχει ενσωματωθεί με τη στολή και τα ιδανικά του στρατού με τα οποία έχει εξοικειωθεί και του είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αποκοπεί απ’ αυτά, όταν η περίσταση παρουσιάζεται με το θάνατο του αδελφού του.
Λεπτεπίλεπτοι χειρισμοί από τον Μπροχ της φαντασιοπληξίας του Γιόαχιμ φον Πάσενοβ σε μια ατμόσφαιρα αλλοτριωμένου ρομαντισμού, όπου διαχέεται το όριο της φαντασίας και της πραγματικότητας προς τη μια ή την άλλη πλευρά.
Πιασμένος απ' τις ευαγγελικές ρίμες ή τα λόγια του άσπονδου φίλου του Μπέρτραντ, ο αξιωματικός Πάσενοβ ανοίγεται σ' ένα κόσμο προβληματισμού ανοίκειο είτε για να στηριχτεί είτε για να συντονίσει το δικό του σκέπτεσθαι. Εκείνο που καταφέρνει είναι να συνταιριάξει μηχανικά τις εξηγήσεις που δίνει ή τις αντιδράσεις που του γεννιούνται από τα νοήματα με τη φαντασία στην προβολή της. Η φαντασία του μοιάζει σαν ένα κουσούρι που τον συνοδεύει, του δίνει ένα χαρακτηριστικό τόνο απροσάρμοστου με κείνο που πραγματικά επιτελείται γύρω του. Του λείπει παντελώς η κοινή λογική που σχετίζει τον άνθρωπο με την καθημερινή πραγματικότητα. Το χαρακτηριστικό στον Γιόαχιμ είναι ότι ζει στη δική του πραγματικότητα του μυαλού του, όπου οι ιδέες-αξίες του εμφανίζονται εδρασμένες ένας θεός ξέρει από πού. Έχουμε μια τριτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά ο αφηγητής ταυτίζεται σχεδόν καθολικά με τον Πάσενοβ. Έτσι δεν μας δίνεται η δυνατότητα να καταλάβουμε τι οδήγησε να διαμορφωθεί αυτή η ιδιόρρυθμη προσωπικότητα και η άκρως μηχανιστική κοσμοθεωρία της, στην οποία δείχνουν ν' απουσιάζουν τα πραγματικά αισθήματα ή τουλάχιστον ν' ακολουθούν με σημαντική υστέρηση, ώστε να μοιάζουν ‘με αποσκευές που κάποιος είναι αναγκασμένος να σέρνει πίσω του και σε απόσταση’. Το «Υπνοβάτες» υπαινίσσεται κάποια εξήγηση, κάτι που θα γίνει διαυγέστερο στο δεύτερο βιβλίο της τριλογίας.
Εκεί όμως ακριβώς έγκειται και η επιτυχία του Μπροχ, να δώσει μέσα από μια νέα ματιά, με τρόπο αφανή και αδιόρατο το 'ανθρώπινο πρόβλημα' επί τάπητος.
Ένα μάθημα απαλλαγής απ' το ρομαντισμό ή τις ‘παλιές καλές συνθήκες’ με λογοτεχνικούς όρους.

Δημήτρης Παλάζης, 04/01/2010

Σελίν, Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, εκδ. Εστία


Το μυθιστόρημα του Σελίν ακολουθεί την πορεία του ήρωά του, Φερδινάνδου Μπαρνταμού, από τον καιρό που κατατάχτηκε στο στρατό για τον πόλεμο, συνεχίζει με τον εγκλεισμό του στο στρατιωτικό άσυλο, τη μετάβασή του σε Γαλλική αποικία της Αφρικής, κατόπιν την επεισοδιακή μετάβασή του στη Νέα Υόρκη και τέλος την επιστροφή του στο σημείο εκκίνησης, στη Γαλλία, όπου σπουδάζει και τελικά εργάζεται σε άσυλο φρενοβλαβών ως γιατρός.

Κλασσικός αντιήρωας. Αντιπολεμικός, ενώ συμμετέχει ως στρατευμένος στον πόλεμο, εναντίον της αποικιοκρατίας ευρισκόμενος στις αποικίες, ενάντια στην μηχανιστική Αμερική και ενάντια στην ίδια τη ζωή γενικά, ολοκληρώνει τον κύκλο επιστρέφοντας στη γενέτειρά του. Η ζωή τού Μπαρνταμού εξωθείται ως την «άκρη της νύχτας», της νύχτας της ύπαρξης που συνορεύει με τη χώρα των πεθαμένων.
Στο ταξίδι του τον συνοδεύει ο Ρομβισώνας, το alter ego του Φερδινάνδου, πιο αποφασιστικός στις ιδέες του, στη πορεία του «ταξιδιού», στη συνέπεια τής κατάληξης.
Κι όμως, όλα αυτά που περιγράφω πιο πάνω δε λένε τίποτα, ούτε καν την περίληψή του κειμένου που είχα μπροστά μου αρκετές μέρες και διάβαζα, όπως ο πιστός κάποιο ιερό βιβλίο.

Δεν ήταν εύκολο το Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας, όταν κραυγάζει η αλήθεια σ’ όλη της τη δύναμη. Το Ταξίδι προϋποθέτει ένα εκκωφαντικό όγκο διεισδύσεων στην ανθρώπινη ψυχή, σε σημείο εξάντλησης, ανελέητο, καυστικό. Ξεχνάς πολύ γρήγορα ότι έχεις μπει σ’ ένα μαγευτικό συνδυασμό αλήθειας – που προέρχεται από την αυτοβιογραφικότητα – και μυθιστομηματικότητας. Ο Μπαρνταμού ‘ανυψώνεται’ σε τοποτηρητή της ζωής, μιλά η ζωή μέσα από τη ματιά και τα λόγια του σαν σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, παρόλο που η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη. Η ίδια η ζωή, λοιπόν, εξειδικεύεται στο ουσιώδες και επομένως δεν μπορεί παρά να είναι απαλλαγμένη από τα περιττά στολίδια και τις ασήμαντες συσσωρεύσεις πληροφοριακού υλικού που συνηθίζουν οι μοντέρνοι και μεταμοντέρνοι περιγράφοι της. Η γλώσσα της ζωής μπορεί να είναι και λούμπεν και βρισιές, να καίει να πονάει, μα έτσι είναι.
Όντως, η γλώσσα του Σελίν περιέχει πολλά λούμπεν μοτίβα, τα οποία, αντί να δημιουργούν μόνο μια σκληρή και σαρκαστική ατμόσφαιρα, συνδράμουν στην απογύμνωση της αλήθειας, στην αποτύπωσή της με ακρίβεια μεγαλύτερη, απ’ ό,τι μια ‘κόσμια’ παραλλαγή.

Η μετάφραση της κας Ιγγλέση-Μαργέλλου είναι εξαιρετική, πρότυπο κατ' εμέ για τη μεταφορά κάθε ξένου αριστουργήματος στα ελληνικά. Οι σημειώσεις της κατατοπιστικές.

Φυσικά, σήμερα με το διαδίκτυο είναι θέμα λεπτών να ψάξεις και να δεις ότι ο Σελίν υπήρξε φανατικός αντισημίτης, ότι καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία από τη χώρα του, ότι φυλακίστηκε, και γενικά ότι ήταν ένα ‘κάθαρμα’ κι αυτό κυκλοφορεί ακόμα και σήμερα στις κουβέντες, χρόνια μετά. Ο άνθρωπος καταδικάστηκε για τις ιδέες του, για τους λίβελούς του, είναι προφανές. Όπως και για κάποιους μπορεί να είναι προφανές ότι οι ιδέες είναι έγκλημα.
Ένας άνθρωπος κοντά στον απλό λαό, στο φτωχό λαό, στο περιθώριο, παρασύρθηκε από την συνομωσιολογική προπαγάνδα του φασισμού της εποχής. Μια από τις πολλές, πάμπολλες περιπτώσεις. Όπως συμβαίνει στον καθένα μας κάποιες φορές, με τη σημαντική βέβαια διαφορά ότι δεν συντασσόμαστε μ’ ένα φασιστικό κίνημα, όπως έκανε ο Σελίν. Άλλωστε, άλλες οι εποχές τότε, άλλες τώρα. Μοιάζουν, δε λέω, αλλά είναι διαφορετικές.

Μην αναβάλλετε, λοιπόν, για πολύ να ταξιδέψετε με τον Σελίν στην «άκρη της νύχτας», που 'ναι του καθενός η νύχτα η πραγματική, η έσχατη συνάντηση με την ύπαρξη, χωρίς ψευδαισθήσεις. Αγαπάς το ταξίδι αυτό, το θέλεις κάποτε, ακόμα κι αν πονάει.

Δημήτρης Παλάζης, 30/12/2009

Σωτήρης Σοφιάς, Ορφέας & Αργοναυτική Εκστρατεία, εκδ. ΝΟΩΝ


Με το βιβλίο του Σωτήρη Σοφιά «Ορφέας & Αργοναυτική Εκστρατεία» μπαίνεις νοερά στην ''Αργώ" και πραγματοποιείς το ταξίδι των αργοναυτών μετά από 4.000 χρόνια, διαβαίνοντας τις περιοχές όπου πέρασε η Αργώ. Ή έστω μια εκδοχή του ταξιδιού, την καλύτερα τεκμηριωμένη και λογική που έχω διαβάσει μέχρι σήμερα και συνάμα απομυθοποιητική.

Έχοντας από καιρό στο μυαλό μου ότι τα μυθικά πρόσωπα δεν μπορεί να είναι απλά και μόνο αποκυήματα της φαντασίας των αρχαίων, αλλά πραγματικά σημαίνοντα πρόσωπα που η προφορική παράδοση τα έντυσε με υπερβολές και τα μυθοποίησε σε υπεράνθρωπο ύψος δίνοντας τους το αρχαιτυπικό χρώμα θεών, ημίθεων, ηρώων, συναντήθηκα με τις σκέψεις του κ. Σοφιά, όπως αυτές αποτυπώνονται στο βιβλίο του. Η μυθολογία αποτελεί το λαϊκό ένδυμα της ιστορίας που είναι η βάση της και το σημείο αναφοράς της.
Ο συγγραφέας μετά από προσεκτική και επίπονη ανάγνωση των Ορφικών, ατέλειωτες ώρες μπροστά στον υπολογιστή, στα πλανηταριακά προγράμματα, στο Google earth, επισκέψεις στις πρεσβείες ξένων κρατών, σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και μια αξιομνημόνευτου όγκου αλληλογραφία, ισχυρίζεται ότι κατάφερε να λύσει το μυστήριο των ορφικών και ν’ αποκαλύψει τη διαδρομή της Αργώς.
Άλλη μια θεωρία ή η αλήθεια; Ο κ Σοφιάς έκανε το πρώτο βήμα για μια πραγματολογική ανασύνθεση της διαδρομής χρησιμοποιώντας επιστημονικές μεθόδους πέραν της καθαρά φιλολογικής παράδοσης στο θέμα.
Εύχομαι η μελέτη του, όπως αποτυπώνεται στο βιβλίο του, ν’ αποτελέσει το έναυσμα για μια πιο προσεκτική μελέτη των ορφικών από τα επίσημα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ο Όμηρος είναι η πηγή της σύγχρονης λογοτεχνίας, ο Ορφέας όμως είναι η πηγή της ιστορίας και όχι μόνο. Ο Όμηρος αλίευσε απ’ τον Ορφέα και όχι το αντίστροφο.

Δημήτρης Παλάζης, 07/12/2009

Φίλιπ Ροθ, Το ανθρώπινο στίγμα, εκδ. Πόλις


Ο Κόλμαν Σιλκ, κοσμήτορας επί σειρά ετών και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθήνα των Ηνωμένων Πολιτειών, κατηγορείται για ρατσιστική συμπεριφορά. Αιτία ήταν οι σαρωτικές αλλαγές που επέφερε στο πανεπιστήμιο ως κοσμήτορας, που από τη μια οδήγησαν στην ανανέωσή του, από την άλλη ενόχλησαν το κατεστημένο, το οποίο γνωρίζει και αναπαραγάγεται μέσω νεότερων ανθρώπων, όπως η γαλλικής καταγωγής πρόεδρος τμήματος Ντελφίν Ρου.

Η αφορμή δόθηκε όταν κατά τη διάρκεια μαθήματος χαρακτήρισε δύο μονίμως απόντες φοιτητές «spookies», οι οποίοι κατά κακή του τύχη ήταν μαύροι. Η λέξη «spooky» σημαίνει κανονικά «φάντασμα», χρησιμοποιείται όμως και σαν υποτιμητικός χαρακτηρισμός του μαύρου.
Ο Σιλκ εξαγριώνεται από την άδικη κατηγορία και από την έλλειψη στήριξης ανθρώπων που ο ίδιος είχε προσλάβει στο πανεπιστήμιο όταν ήταν κοσμήτορας και ιδιαίτερα του μαύρου Χέρμπερτ Κιμπλ. Οργισμένος παραιτείται. Εν τω μεταξύ πεθαίνει η γυναίκα του, για το θάνατο της οποίας θεωρεί υπεύθυνο την άδικη μεταχείρισή του και προστρέχει στον Ζουκ Ζούκερμαν, το alter ego του Ροθ, για να γράψει την ιστορία του.
Οι ερωτικές σχέσεις που συνάπτει με την κατά πολύ νεότερή του καθαρίστρια Φόνια Φάρλι απαλύνουν την οργή του, αλλά με την υποδαύλιση της Ντελφίν Ρου, και τη διακριτική παρουσία του παλαίμαχου πρώην συζύγου της Φόνια, του βίαιου και διαταραγμένου ψυχολογικά παλαίμαχου του Βιετνάμ Λες Φάρλι, καταφέρνει να προκαλέσει τελικά την τοπική κοινωνία και την αντίδραση των παιδιών του.
Τελικά ο Σιλκ σκοτώνεται μαζί με τη Φόνια σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα για το οποίο ο Ζούκερμαν πιστεύει ότι ευθύνεται ο Λες Φάρλι.
Ανθρώπινο στίγμα ο ανθρώπινος λεκές στο φόρεμα της Μόνικας Λουίνσκι, ανθρώπινο στίγμα το καλά κρυμμένο μυστικό του Σιλκ, που τον ώθησε να αρνηθεί τη νέγρικη οικογένειά του και να πολιτογραφηθεί «λευκός» (εβραίος) για να επιτύχει σε μια νέα ζωή εκ βάθρων. Ανθρώπινο στίγμα και η εικόνα του Λες Φάρλι στο τέλος του βιβλίου να ψαρεύει στο μέσο της παγωμένης οβάλ λίμνης στα παρθένα μέρη της Νέας Αγγλίας.
Ο Φίλιπ Ροθ ερευνά το πρόβλημα της ταυτότητας του Σιλκ, εισδύοντας με κριτικό μάτι παράλληλα με το άμεσο περιβάλλον του ήρωά του και τους οικογενειακούς του δεσμούς και στους ιδρυτικούς μύθους της Αμερικανικής κοινωνίας με τους απόηχούς τους στο παρόν του ιστορικού χρόνου του μυθιστορήματος.
Διεισδυτικές περιγραφές, μεταπτωτικότητα των ανθρώπινων κινήτρων αλλά και ακαμψία, αντιφάσεις και ηθικά διλήμματα, η προσωπική ευθύνη αντιμέτωπη με τη δημόσια ευθύνη, αυθαιρεσίες αλλά και ρεαλισμός σ’ ένα μοναδικό μίγμα αφήγησης με κορυφώσεις, επίκαιρο πολιτικό λόγο και πλούσια διαχεόμενη πλοκή που κρατά τον αναγνώστη στο κείμενο, παρά τα φλας μπακ και την έλλειψη γραμμικότητας.

Δημήτρης Παλάζης, 04/12/2009

Ηρώ Φραγκοπούλου, Από τις φλέβες, Αθήνα 2009


Ηρώ Φραγκοπούλου, μετά από χρόνια γραφής, εκδίδει το πρώτο της βιβλίο. Ο τίτλος της συλλογής προδιαθέτει για κάτι που βγαίνει, το αίμα, με άλλα λόγια το βίωμα που χτύπησε πάνω μας τη σφραγίδα του, που έγινε μέρος του παλμού των φλεβών μας και εξέρχεται με τη μορφή των στίχων.

Η γραφή της είναι ανόθευτη και πηγαία, όπως ακριβώς βγαίνει απ' τη ψυχή της. Μόνο το χέρι της και το χαρτί μεσολαβούν. Καθαρά βιωματική. Δεν ανήκει στους ποιητές εκείνους που εμπλέκουν στην ποίησή τους επιρροές, αναζητήσεις, προεκτάσεις, ατμόσφαιρες... Μέσω αυτής είναι σαν να μιλάει το ίδιο το βίωμα, συγκροτημένα σ' ένα και μοναδικό πρόσωπο, το πρόσωπο που το κατέχει.
Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο ποίημα παρελαύνει ανάγλυφα και μια ιστορία της γραφής της , που είναι και μια εσωτερική αφήγηση της ζωής της. Ζώντας αλλάζουμε την οπτική μας γωνιά. Γράφοντας, με τον καιρό αλλάζει κι η ματιά της γραφής μας και φυσικά πολλές φορές επιστρέφουμε, γιατί εμείς οι ίδιοι είμαστε οι φορείς της γραφής μας.
"Από τις φλέβες" του τίτλου της συλλογής και ακουμπώντας σε στίχους, όπως "τάφοι των ανέμων", σε "σύννεφα που την μπερδεύουν" η ποιήτρια ξεκινά το ποιητικό της ταξίδι από τον έρωτα για να ζήσει, να αισθανθεί τη ζωή στο πάθος και την ένταση της, μέχρι να έρθει η ώρα που περιμένει να σβήσει το κερί, που ο άλλος είναι μέσα της, παρόλο που τη "φιλά από κακία". Δίνεσαι και διαπιστώνεις. Δοκιμάζεις και μαθαίνεις.
Στο ποίημα Requiem μπαίνουμε σ' ένα τοπίο γκόθικ , με "το μαύρο κερί να τρέχει ασταμάτητα απ' τους κροτάφους" και αμέσως μετά η σελίδα γυρίζει σ' ένα κάλεσμα στον 'Αλέξανδρο', στον οποίο είναι αφιερωμένη και η συλλογή.
Με το ποίημα "Ο καφές" παρεισφρύει ο στοχασμός. Η ποιήτρια βιώνει, αλλά στοχάζεται συνάμα μιλώντας. Βλέπει τα όρια των ανθρώπινων σχέσεων. "Ο καφές θα έρθει κρύος κι αδιάφορος".
Αρχίζει η περιθωριοποίηση: "Εμείς αγαπητοί/ κατοικούμε μαζί με τη σκόνη/ στα πολύτιμα κάδρα σας".
Ακολουθεί η επέλαση των μοναχικών, των ασάλευτων, των δυστυχισμένων. Την ελκύει η μοναξιά, που αντικατοπτρίζει τη δική της μοναξιά. Εστιάζεται σε μικροαντικείμενα, όπως τα σπίρτα και πάλι επιστρέφει στην κοινωνική κριτική μ' έναν πιο ανάλαφρο και σκωπτικό τρόπο: "καλύτερα μόνοι με τα χέρια μας να κρέμονται" . "Αφού τα πάντα είναι αγοραπωλησία", αφού "σκοτώσαμε την αγνή" και "Βάλαμε φυσαλίδες στο αίμα της".
Από το ποίημα "Κιβωτός" αρχίζει μια βαθμιαία αποστασιοποίηση της ποιήτριας από το βίωμα καθεαυτό, με μια γενίκευση του ποιητικού περίγραμματος.
Οι απώλεια απλώνεται, έχει συντρόφους. Η ποιήτρια απεκδύεται το προσωπικό όριο και συνομιλεί, σαρκάζει, στρέφοντας την ορμή του ποιητικού της πάθους τριγύρω. Η γκόθικ ατμόσφαιρα επιστρέφει μαζί με στίχους σαν "τη λήγουσα του διαβόλου" και "το λάθος της έβδομης μέρας". Έχει όμως γίνει πικρότερη, πιο μαύρη απ' τη συσσωρευμένη απόγνωση, την απώλεια της πρότερης δύναμης και του ηθικού.
Και καταλήγει κλείνοντας τη συλλογή της:

"Όσο θα κυλά γλυκά η μελάνη από τις φλέβες
Θα ζω
Όσο θα στάζει ζωηρό το αίμα από την πένα
Θα φοβάμαι"


Δημήτρης Παλάζης, 02/12/2009

Κόρμακ ΜακΚάρθυ, Ο δρόμος, μτφρ. Αυγ. Κορτώ, εκδ. Καστανιώτη


Ένας άντρας κι ο μικρός του γιος διασχίζουν κατεστραμμένα τοπία της Αμερικής κατευθυνόμενοι προς το Νότο, στη θάλασσα, αναζητώντας μια νέα ζωή. Χειμώνας παντού και κρύο. Και οι δυο τους γνωρίζουν ότι ζουν στην κόψη του ξυραφιού.

Ο συγγραφέας δεν δίνει την αιτία της καταστροφής. Μπορούμε να υποθέσουμε πυρηνικό όλεθρο ή πτώση υπερμεγέθους μετεωρίτη, που είναι περισσότερο της μόδας τελευταία. Μιλώντας για ένα ενδεχόμενο μέλλον, ανασυνθέτει τοπία που κυριαρχούν οι καμένοι κορμοί των δέντρων, πυρκαγιές που κατά καιρούς μαίνονται, αναρίθμητες παραλλαγές της στάχτης, της στάχτης του νέου κόσμου γιατί ο παλιός είχε περάσει ανεπιστρεπτί, του γκρίζου, του θολού και ξεψυχισμένου φωτός, της ανύπαρκτης σελήνης. Αστικά τοπία εγκαταλελειμμένων πόλεων στο έλεος της καταστροφής, της ερήμωσης. Και ανθρώπινα πτώματα, απανθρακωμένα, αποξηραμένα.
Πατέρας κι γιος με τα σακίδια στον ώμο, ένα καρότσι που σέρνει ο άντρας κι ένα πιστόλι, με φόβο και συνεχή επαγρύπνηση, προσπαθούν να επιβιώσουν εκεί που η ζωή δείχνει απούσα. Εφοδιασμένοι με κουβέρτες και μουσαμάδες για ν’ αντιμετωπίσουν τη βροχή και το κρύο κι ό,τι προμήθειες έχουν καταφέρει να βρουν από την παλιά εποχή. Ο πατέρας είναι άρρωστος, κάνει αιμοπτύσεις που με τον καιρό επιδεινώνονται, όμως όλο του το είναι είναι στραμμένο στο γιο του και στην επιβίωσή του μέσω της δικής του επιβίωσης.
Εκτός όμως από τις δυσκολίες της επιβίωσης μέσα από μια νεκρή γη, έχουν ν’ αντιμετωπίσουν τους άλλους επιζήσαντες που θα συναντήσουν μοιραία στο δρόμο τους, οι οποίοι εποφθαλμιούν τις λιγοστές προμήθειές τους. Οι εναπομείναντες άνθρωποι χωρίζονται χοντρικά σε δυο κατηγορίες: τους κακούς, που τρώνε τους συνανθρώπους τους και τους καλούς που δεν το κάνουν.
Η αφήγηση, λιτή και ποιητική στο ζόφο που την διαπερνά, ‘εμπλουτίζεται’ με τους επιβλητικούς κοφτούς διάλογους μεταξύ πατέρα και παιδιού, που ξεπηδούν συχνά σαν επιβεβαίωση ότι η ζωή συνεχίζεται. Ο εξωτερικός και ο εσωτερικός κόσμος. Οι μορφές και των δύο εμβληματικές, χωρίς όνομα.
Η ιστορία του ΜακΚάρθι είναι υποτυπώδης. Κυριαρχεί το καταστραμμένο γήινο τοπίο, αντανακλάσεις του οποίου είναι οι επιζήσαντες άνθρωποι, οι οποίοι έχουν απολέσει τον ανθρωπισμό τους, εκτός του παιδιού. Η αγωνία του πατέρα να επιβιώσει το μικρό παιδί του, πέρα από τα αισθήματα που αντιπροσωπεύουν ένα τέτοιο δίδυμο, προέρχεται και από το ότι ο πατέρας βλέπει στο παιδί του την επιβίωση του ανθρωπισμού, πέραν της απλής ελπίδας για ένα αόριστα καλύτερο μέλλον, απ’ αυτό που κυριαρχεί γύρω τους. Πάντως το ανοιχτό στην ελπίδα τέλος δεν μπόρεσε παρά να μου θυμίσει το αμερικάνικο ‘happy end’.

Για το «Δρόμο» απονεμήθηκε στον Κόρμακ ΜακΚάρθι το βραβείο Πούλιτσερ για το 2007

Η μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ έχει σαν κύριο προσόν να καταφέρνει να μοιάζει «ο Δρόμος» σαν να ’χει γραφτεί στα ελληνικά.

Δημήτρης Παλάζης, 23/11/2009

Ντον Ντελίλο, Κοσμόπολις, μτφρ. Θωμάς Σκάσσης, εκδ. Εστία


Συναρπαστικό βιβλίο το δίχως άλλο, αστικά τοπία της Νέας Υόρκης, χρηματιστήριο, το παίξιμο στα νομίσματα, το μοιραίο γιεν του Έρικ, ο κυβενοχώρος. Η Κοσμόπολη είναι ο πρωταγωνιστής, η πόλη που έχει μνήμες, πάλλει και αισθάνεται. Μπροστά της ο Έρικ Πάκερ μοιάζει με απλό κομπάρσο, μ’ έναν οποιοσδήποτε αδίστακτο χρηματιστηριακό παίχτη που έπιασε την καλή και ζει σαν βασιλιάς, αποκομμένος απ' την πραγματική ζωή που σωρευτικά εκφράζει η πόλη, στη ριψοκίνδυνη βόλτα του για το κουρείο της παιδικής του μνήμης.

Ο Έρικ Πάκερ επιβαίνει σε μια λιμουζίνα ανεπτυγμένου μήκους, ειδικά εξοπλισμένη με κάθε λογής ηλεκτρονικά, οθόνες με κάθε είδους πληροφορία που χρειάζεται ο διαχειριστής της και πολλά άλλα. Βρίσκεται υπό τη συνεχή φύλαξη σωματοφυλάκων, ενώ τον επισκέπτονται λογής λογής συμβουλάτορες, αναλυτές, τεχνικοί, ακόμα κι ο γιατρός του.
Η κίνηση είναι φοβερή από τη διέλευση του προέδρου της χώρας, τη βίαια διαδήλωση που ξεσπάει εν τω μεταξύ, την κηδεία ενός λαοφιλούς ράπερ, ακόμα και από μια κινηματογραφική σκηνή σε μια διασταύρωση. Η λιμουζίνα πηγαίνει αργά σαν να περπατάει, κι ο Έρικ Πάκερ βγαίνει για να φάει, να κάνει έρωτα με διάφορες γυναίκες, μεταξύ των οποίων και η γυναίκα του, μια πάμπλουτη ποιήτρια ελβετικής καταγωγής.
Από τη σκοτεινή μεριά προβάλλει ο Μπένο Λέβιν, ένας διαταραγμένος τύπος που εργαζόταν παλιά στην εταιρεία του Πάκερ, αλλά τώρα ζει σ' ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο σαν κοινός αλήτης. Ο Λέβιν έχει μοναδικό σκοπό της ζωής του να σκοτώσει τον Πάρκερ. Η απειλή κατά της ζωής του Πάρκερ πλανιέται από την αρχή μέχρι το τέλος του μυθιστορήματος, μέχρι να συναντηθούν οι δυο τους στις τελευταίες σελίδες και να δοθεί ένα τέλος.
Η νεόπλουτος Έρικ Πάκερ ταίριαξε τις ικανότητές του με τη νέα τάξη πραγμάτων, τη διεθνοποίηση των συναλλαγών, τον κυβερνοχώρο. Όντας στην κοσμόπολη της γης, είχε την ευκαιρία να συσσωρεύσει πλούτο που ελάχιστο μέρος του μπορούσε ν' αγγίξει. Η συμπεριφορά του και οι ιδιαιτερότητές του είναι πανομοιότυπες με πολλών άλλων νεόπλουτων, μόνο στα σημεία διαφέρουν. Η ακόρεστη δίψα του για δύναμη, να βρίσκεται μπροστά απ' όλους τους άλλους ήταν εκείνη που θα τον οδηγήσει στην αποτυχία, την οποία φέρεται ανίκανος να διαχειριστεί, και όχι μόνο αφήνεται, αλλά οδηγεί τον εαυτό του στην καταστροφή, θέλοντας να συμπαρασύρει μαζί του από το περιβάλλον του ό,τι παρουσιάζει κατά τον ένα ή άλλο τρόπο ενδιαφέρον για καταστροφή.
Ο συγγραφέας επιβάλλεται με τον τρόπο του και σε οδηγεί στην κάθαρση, ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια της νέμεσης σαν αρχαίος τραγωδός. Θα τολμούσα να πω ότι η Κοσμόπολη γίνεται η νέμεση του ήρωά του. Εκείνη που ανεβάζει, καταβαραθρώνει κατόπιν τα παιδιά της. Θύτης και θύμα είναι δικά της προϊόντα που πάντοτε μοιραία θα συναντούνται.
Ο Ντελίλο είναι μορφή της αμερικανικής πεζογραφίας, συνοψίζει μέσα του τις καλές στιγμές της, αλλά παραμένει "κλασσικός", παρόλα τα νεωτερικά στοιχεία που ενσωματώνει. Στην ουσία διαλέγεται με το παλιό κάτω από μια καινούργια μάσκα. Παρόλα αυτά η γραφή του είναι πλούσια σε πρωτότυπες εικόνες και σύλληψη νοημάτων που την καθιστούν γοητευτική.

Δημήτρης Παλάζης, 19/11/2009

Τζένι Έρπενμπεκ, Ιστορία του γερασμένου παιδιού, εκδ. Ίνδικτος


Πρόκειται για την ιστορία ενός 'δεκατετράχρονου' περιπλανώμενου κοριτσιού, που κλείνεται εσωτερικό σ’ ένα ίδρυμα για παιδιά. Είναι υπερανεπτυγμένο, άσχημο με αποκλίνουσα συμπεριφορά. Άγνωστη η καταγωγή του, η μνήμη του παρελθόντος του σχεδόν μηδενική.

Μέσα από τον προβληματικό κόσμο του κοριτσιού, η Έρπενμπεκ προσπαθεί να δώσει μιαν άλλη εικόνα του κόσμου και πώς σχετίζεται μ’ αυτόν ένας κατά τι πρωτογονικός ανθρώπινος στοχασμός.
Το λεξιλόγιο είναι ιδιαίτερα λιτό, με αυτοελεγχόμενο τρόπο, για να κρατήσει, κατά το δυνατόν, τη σημασία στις λέξεις που το απαρτίζουν, να τις φωτίσει, να τις διευκρινίσει σαν πορεία από τη φθορά σ΄έναν καθαρό, ‘εξαγνισμένο λόγο’. Πάνω σ’ ένα τέτοιο λεξιλόγιο εδράζεται η ανατομική ματιά της Έρπενμπεκ που ψυχογραφεί διαρκώς και ψυχογραφείται από ένα περισκόπιο βάσης.
Το κορίτσι της μοιάζει να γεννιέται στο ίδρυμα, η σχέση της με ό,τι προϋπήρχε είναι μια φράση, όπως θα λέγαμε «εν αρχή ην ο λόγος», φράση διδακτική, αλλά και εντολή και επίπληξη: «Ό,τι χτίζεις με τα χέρια το γκρεμίζεις με τον κώλο πάλι». Είναι η πηγή της έλλειψης μνήμης του κοριτσιού, της αβουλίας του, της ατελέσφορης προσπάθειάς της για συμμετοχή στο συλλογικό γίγνεσθαι ως πρόθεση πράξης. Η ‘αποδοχή’ από τους συμμαθητές της έγκειται ακριβώς στο ότι δε μιλάει, ως τα όρια τού δεν υπάρχει γι’ αυτούς, μια εμπιστοσύνη στο ‘τίποτα’.
Στο τέλος της ιστορίας της έρχεται η ‘κάθαρση’ με τον από μηχανής θεό, την αποκάλυψη της αρρώστιας, με τον πλέον προκλητικό για τη λογική τρόπο.

Επειδή ο κόσμος ενός τέτοιου παιδιού είναι τόσο περίκλειστος, στην ουσία ο αναγνώστης στρέφεται προς το συγγραφέα, είναι η εποχή του συγγραφέα, όπως θα έλεγε ο Cioran. Προσθέτει την καταγωγή του - πρώην ανατολικογερμανίδα – και φτιάχνει το ‘μύθο’ της πολυφωνίας του έργου και της ‘πολιτικής αλληγορίας’. Το έργο όμως παραμένει κατά βάση υπαρξιακό και ψυχογραφικό. Ο ήρωας δεν έχει σημασία, θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε του είδους – τελευταία εμφανίζονται όλο και περισσότεροι αντι-ήρωες με αποκλίνουσα συμπεριφορά στη σύγχρονη πεζογραφία – σημασία έχει η ματιά του συγγραφέα που φωτίζει ή ανακαλεί αιχμές της δικής του ύπαρξης, τεντωμένες ώς τα όρια που ανακαλεί ο ήρωάς του.

Ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη γραφή, που απαιτεί τη συμμετοχή του αναγνώστη, ανοικτή με την έννοια ότι παρέχει έδαφος για διερωτήσεις, αποτρεπτική με την έννοια του ότι ούτε προκαλεί ούτε αναπαραγάγει ‘συνηθισμένα’ αισθήματα. Ο αναγνώστης δεν αφήνεται να λυπηθεί το κορίτσι. Το βλέπει σαν ξεχωριστή οντότητα, καλά θεμελιωμένη στο είναι της, που με τον δικό της τρόπο προσπαθεί να τα βγάλει πέρα όπως ο καθένας. Είναι μια περαιτέρω κατανόηση της ετερότητας, αφού εντός της βρίσκονται και οι δικές μας κατά καιρούς ετερότητες μικρές ή μεγάλες, δικές μας ή που μας έχουν επιβληθεί έξωθεν σαν ταμπέλες και τείνουμε να τις αφομοιώσουμε πολεμώντας κι αυτήν ακόμα την εσωτερική μας πραγματικότητα.

Δημήτρης Παλάζης, 19/11/2009

E. M. Cioran, Ο πειρασμός του υπάρχειν, εκδ. Scripta


Το βιβλίο (εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1956) περιλαμβάνει τη συλλογή δοκιμίων του ρουμάνου στοχαστή E.M. Cioran (1911-1995):
«Το να σκέφτεσαι εναντίον του εαυτού σου», «Περί ενός ασθμαίνοντος πολιτισμού», «Μικρή θεωρία της μοίρας», «Πλεονεκτήματα της εξορίας», «Ένας λαός μοναχικών», «Επιστολή για κάποια αδιέξοδα», «Το ύφος ως περιπέτεια», «Πέραν του μυθιστορήματος», «Το εμπόριο των μυστικών», «Λύσσα και εγκαρτέρηση» και «Ο πειρασμός του υπάρχειν», που χάρισε και τον τίτλο στο σύνολο.

Ο λόγος του Σιοράν χαρακτηρίζεται από μια αταξία που γοητεύει, είναι αφοριστικός, σαν χαστούκι στη σκέψη που αφυπνίζει, ποιητικός, στην αναζήτηση εκείνης της έκφρασης που θα αποδώσει στα όρια της γλώσσας έναν ‘συναισθηματικά φορτισμένο’ στοχασμό. Ο λόγος του πολλές φορές γίνεται απρόοπτος. Υπάρχουν στιγμές που το πραγματικό νόημα μορφώνεται στο τέλος μιας φράσης ή περιόδου, ακυρώνοντας το αναμενόμενο. Η γοητεία που ασκεί είναι τέτοια, που δεν ξέρεις αν πρέπει να σταματήσεις για την απόλαυση της εμβρίθειας του στοχασμού ή να συνεχίσεις αναζητώντας την ολοκλήρωση του νοήματος. Και στις δυο περιπτώσεις, απαιτείται να ‘δοθεί’ κάποιος στην ανάγνωση των κειμένων του αυτού του εξαιρετικά ‘ευαίσθητου’ στοχαστή και να αποφύγει την αποσπασματικότητα και την προχειρότητα.
Παρακάτω επιχειρώ μια σύνοψη των δοκιμίων που περιλαμβάνονται στο βιβλίο, απλά και μόνο ως έναυσμα για να αποκτήσουν και άλλοι το προνόμιο να γευτούν τη γλώσσα και το στοχασμό αυτού του μεγάλου σύγχρονου διανοητή:

«Το να σκέφτεσαι εναντίον του εαυτού σου»
Η έκθεση του ανθρώπου στον ιστορικό του ρόλο περιορίζει τη σφαίρα της συνείδησης, τον μετατρέπει -εις βάρος του- σε ακόλουθο του χρόνου, σε αναζητητή της κατάληξης των ιδεών του, που προκύπτουν απ’ τη λατρεία των φαινομένων, απ’ τα ομοιώματα των νοημάτων. Εντός του ιστορικού γίγνεσθαι το Εγώ έχει μετατραπεί σε «ελατήριο των δραμάτων μας και μοχλό των ανησυχιών μας».

«Περί ενός ασθμαίνοντος πολιτισμού»
Στο επίπεδο των εθνών ισχύει κάτι ανάλογο με το επίπεδο του ατόμου. «Οι ρυτίδες ενός έθνους είναι εξίσου ορατές με τις ρυτίδες ενός ατόμου». Το "Περί ενός ασθμαίνοντος πολιτισμού" μιλά για το δυτικό πολιτισμό, που βρίσκεται στο σημείο της εκλέπτυνσης και του μαρασμού του, που οδηγείται σ’ ένα «θρύλο της ήττας».

«Μικρή θεωρία της μοίρας»
Τίθεται το ερώτημα αν υπάρχει μοίρα ή πρόκειται για πρόσχημα που αντιπροσωπεύει το άλυτο. Πάντως, οι άνθρωποι «προσκομίζουν στη μοίρα όλες τις λεπτομέρειες της ευτυχίας και της δυστυχίας».

«Πλεονεκτήματα της εξορίας»
Η επιλογή της εξορίας και της μοναξιάς ως τρόπου φυγής από τον εξουθενωμένο πολιτισμό δεν είναι δυνατόν να ανανεώνεται αέναα. Η εξορία, όπως και η ποίηση κινείται στο όριο του πολιτισμού, εκεί ακριβώς που αναβοσβήνει. Μπορεί στο ξεκίνημά της να μοιάζει με ίλιγγο, καταλήγει όμως σε μια «Πολιτεία του Τίποτα», σ’ έναν άνθρωπο του «πουθενά».

«Ένας λαός μοναχικών»
Συγγενής με τον εξόριστο είναι ο περιπλανώμενος, αυτός «που έχει χειραφετηθεί από την τυραννία του τοπίου», ο «κυρίως ξένος». Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο εβραϊκός λαός, του οποίου η ύπαρξη συνιστά μια μοναδική πραγματικότητα. Ένας λαός «που δεν θα μπορούσε να μιλήσει έγκυρα εξ ονόματος των αυτόχθονων, εξ ονόματος όλων». Οι Εβραίοι είναι «πολίτες της ερήμου έναντι των ανθρώπινων δέντρων», «μικροσύμπαν χωρίς ρίζες» ή με «ρίζες που βυθίζονται σε άγνωστο έδαφος».

«Επιστολή για κάποια αδιέξοδα»
Η παρακμή ενός πολιτισμού είναι και η παρακμή της λογοτεχνίας του. Ο επιστολικός του λόγος προς έναν ένα επίδοξο πεζογράφο που είναι εκτός της καρδιάς των ευρωπαϊκών λογοτεχνικών δρώμενων έχει σκοπό να του καταδείξει την αποκοπή που υφίσταται ο συγγραφέας από το άμεσο, με αντίτιμο έμμεσες φορμαλιστικές εμπειρίες και μάλιστα σε σχέση με χρόνους που έχουν παρέλθει.

«Το ύφος ως περιπέτεια»
Αλλά σε μια ‘απρόσωπη’ εποχή, ο σύγχρονος καλλιτέχνης είναι ένας μοναχικός που γράφει για τον εαυτό του ή για ένα κοινό πουδενγνωρίζει. «Η τρομοκρατία του γούστου έχει πάψει να υφίσταται, και μαζί μ' αυτήν η δεισιδαιμονία του ύφους». Οι δυσπιστίες όμως του σύγχρονου ανθρώπου «ξεβάφουν τη γραφή του», «οι λέξεις του έχουν την ίδια μοίρα με τις αυτοκρατορίες», φθίνουν. «Με το να χρησιμοποιούνται προς κάθε κατεύθυνση, χειραφετούνται από κάθε καταναγκασμό, το νόημα δεν συνιστά πλέον απαίτηση, ούτε βραχνά». Το κεκτημένο στην τάση του μοντέρνου πνεύματος είναι η διασπορά στο επιμέρους, η ‘ανάποδη’ ωραιοποίηση της πραγματικότητας μέσω της «ειδωλολατρίας του ύφους»

«Πέραν του μυθιστορήματος»
Ο Δυτικός πολιτισμός είναι ο πολιτισμός του μυθιστορήματος. Το μυθιστόρημα οικειοποιήθηκε εκφραστικά μέσα κινημάτων κυρίως ποιητικών (ρομαντισμός, συμβολισμός, υπερρεαλισμός) και επέδειξε εξαιρετική προσαρμοστικότητα. Θεωρώντας ότι η ψυχολογία ‘αποκαλύπτει’ την ανθρώπινη ουσία, οδήγησε τον καλλιτέχνη να περιγράψει τη δική του εν είδη μοίρας, αποδίδοντάς της συμβολικό περιεχόμενο και στη συνέχεια να «επενδύσει στα μυστικά του».
«Πλάι στον σημερινό δημιουργό, στα βάσανα και τη στειρότητά του, εκείνοι του παρελθόντος μοιάζουν άρρωστοι από υγεία».
Στη σημερινή εποχή το μυθιστόρημα κατέληξε να είναι «τέχνασμα για να υπεξαιρούμε τα αληθινά προβλήματά μας, οθόνη που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις πρωταρχικές μας πραγματικότητες και στις ψυχολογικές μας μυθοπλασίες», μια παράσταση, ένας «μορφασμός της εποχής μας».

«Το εμπόριο των μυστικών» - «Λύσσα και εγκαρτέρηση»
Στα όρια της έκφρασης κινείται ο ‘μυστικός’. Η απόπειρα να εκφραστεί η μυστικιστική εμπειρία οδηγεί στον εκφυλισμό μέσω των λέξεων. Η ροπή προς την ‘αισθαντικότητα’ και οι πάμπολλες διαχεόμενες εμπειρίες αλληλεπικαλύπτονται στην προβολή της έκφρασης σε επιμέρους φτωχές συγχεόμενες ή αντικρουόμενες παραστατικές αποτυπώσεις.
Το ‘μυστήριο’ της ποίησης, από την άλλη, δεν αξίζει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο. Οδηγούμαστε σ’ αυτήν από τη «δυσφορία μας στο γλωσσικό σύμπαν», για να «παρηγορηθούμε από τη στιγμιαία απώλεια των βεβαιοτήτων και των αμφιβολιών μας», «όταν η σιωπή του πνεύματος είναι βαρύτερη απ' τη σιωπή των αντικειμένων».
Η συνειδητότητα είναι ένας διαχωρισμός από τον εαυτό μας, κατασκευάζει το προσωπείο μας, την ιεροτελεστία της ‘μάσκας’, την αναγκαιότητα του ψεύδους.
"Το εμπόριο των μυστικών" της ανθρώπινης ύπαρξης από μεγάλες προσωπικότητες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτού που είμαστε σήμερα, μπαίνει στο στόχαστρο του Cioran.
Εξετάζονται προσωπικότητες όπως ο Σωκράτης, ο Απόστολος Παύλος, ο Λούθηρος, Γκόγκολ, συλλογικές οντότητες όπως η Εκκλησία, των οποίων οι ‘αρνητικές πλευρές’ είναι είτε εκείνες που άφησαν το όποιο ανεξίτηλο σημάδι τους είτε εκείνες μέσω των οποίων ερμηνεύουμε καλύτερα αυτό που στοιχειώνει τον σημερινό άνθρωπο.

«Ο πειρασμός του υπάρχειν»
Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για να χειραφετηθεί το πνεύμα από μια αλυσιδωτή στάση άρνησης. Το ζητούμενο είναι να κυβερνήσουμε το φόβο που υποκαθιστά την πραγματικότητα με μια πραγματικότητα παραμορφωμένη από το ‘φόβο του θανάτου’. «Ζούμε στο φόβο, κι έτσι δεν ζούμε», λέει ο Βούδας. Προχωρώντας πέραν του φόβου απομένει «να συλλάβουμε μια εν μέρει ερωτική πρόσδεση με το θάνατο». «Βυθιζόμαστε στον έρωτα, όπως και στο θάνατο, δεν τους στοχαζόμαστε: τους γευόμαστε, γινόμαστε συνένοχοί τους».
Προκειμένου να ανεβάσουμε το ψυχικό μας επίπεδο, οφείλουμε να είμαστε σε διαρκή σύγκρουση με τον εαυτό μας. Το καθορισμένο είναι εκείνο που προκαλεί «εσωτερική ξηρασία», σε αντίθεση με το έμφυτο χάος μας, που μας και μας προφυλάσσει από τη στειρότητα.
Το υπάρχειν στην πραγματικότητα είναι μια πράξη πίστης, μια «διαμαρτυρία κατά της αλήθειας». «Διαρκούμε όσο διαρκούν οι μυθοπλασίες μας. Όταν τις εκθέτουμε στο φως, το κεφάλαιό μας από ψεύδη, το θρησκευτικό αποθεματικό μας γίνεται καπνός».

Και καταλήγει:
«Εντούτοις, οφείλουμε να μάθουμε να σκεφτόμαστε ενάντια στις βεβαιότητές μας, ενάντια στις πάνσοφες διαθέσεις μας, οφείλουμε πάνω απ' όλα, σφυρηλατώντας μας έναν άλλο θάνατο, ένα θάνατο ασύμβατο με τα κουφάρια μας, να συναινέσουμε στο αναπόδεικτο, στην ιδέα ότι κάτι υπάρχει... Το Τίποτα ήταν, αναμφίβολα, πιο βολικό. Πόσο δυσχερές είναι να "διαλύεσαι" στο Είναι!»

Δημήτρης Παλάζης, 17/11/2009

Ποιά Ελένη, των Ρέππα – Παπαθανασίου, σκην. Λίλιαν Δημητρακοπούλου


Η παρωδία ήδη από την Αρχαιότητα βρίσκει πρόσφορο έδαφος στο θέατρο και αναπτύσσεται με την κωμική μίμηση των θεματικών ενός αναγνωρίσιμου «προτύπου» (μυθικό σχήμα, ένας συγγραφέας, ένα έργο). Το έργο των Ρέππα – Παπαθανασίου παρωδεί το μύθο σύμφωνα με τον οποίο ο Πάρης γοήτευσε και έκλεψε την ωραία Ελένη, προκαλώντας τον Τρωικό Πόλεμο. Αναπλάθοντας τα μυθολογικά στοιχεία με τα υλικά της κωμωδίας και της παρωδίας, οι συγγραφείς συνέθεσαν ένα παιχνίδι για τη σχετικότητα του ωραίου, που επιδρά στην ιστορία τους και στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές Ελλήνων και Τρώων. Στην ιστορία τους, μια άσχημη δασκάλα, μιλά στους μαθητές της για τον Τρωικό Πόλεμο και αμφισβητεί την ομορφιά της Ελένης του μύθου. Θεωρεί την ομορφιά και την ασχήμια κατ’ εξοχήν υποκειμενική υπόθεση. Φαντάζεται ότι η Πευκίδα, ξαδέρφη της Ελένης, η οποία, παρότι άσχημη και γεροντοκόρη, στέλνεται στην Τροία στη θέση της Ελένης, με τη μεσολάβηση της Ήρας και της Αθηνάς, αντίπαλες της Αφροδίτης στο διαγωνισμό ομορφιάς. Η Πευκίδα με το όνομα της Ελένης καταφέρνει να γοητεύσει όχι μόνο τον Πάρη, αλλά και όλους τους Τρώες, που παίρνουν την ασχήμια της για ομορφιά.
Στο έργο εναλλάσσονται μικρές σκηνές και αλλαγές συναισθήματος και εγχέονται και στιγμές «σοβαρές», όπως η σκηνή της Εκάβης, δηλώνοντας έμμεσα και τον φιλειρηνικό χαρακτήρα του.
Η σκηνοθέτιδα Λίλιαν Δημητρακοπούλου βάδισε στα χνάρια της σκηνοθετικής και σκηνογραφικής δομής της αρχικής παράστασης του Εθνικού Θεάτρου (2004) δίνοντας το στοίχημα σε μια παράσταση των δυόμισι ωρών και το κέρδισε.
Η ωριμότητα των ηθοποιών που παρακολουθήσαμε, αλλά και του συνόλου της παράστασης έχει ξεπεράσει τα όρια οποιουδήποτε δημοτικού θεατρικού εργαστηρίου και τους στόχους που μπορεί να έχει για μια τοπική κοινωνία. Το Θεατρικό Εργαστήρι του δήμου Βύρωνα έχει στην πραγματικότητα μεταβληθεί με τη διδασκαλία της Λίλιαν Δημητρακοπούλου σε θεατρική σχολή που παράγει ηθοποιούς ολοκληρωμένους και παραστάσεις αξιοζήλευτες.

«Ποια Ελένη;» Ρέππα – Παπαθανασίου
Θεατρικό Εργαστήρι Δήμου Βύρωνα
Θέατρο Βράχων «Άννα Συνοδινού», 27/9/2009
Σκηνοθεσία: Λίλιαν Δημητρακοπούλου
Μουσική: Αφροδίτη Μάνου
Χορογραφίες: Μάριος Μακρόπουλος
Βοήθησαν στην Οργάνωση: Γαρυφαλλιά Μαρούλη – Μαρία Μαθιουδάκη
Φως & Ήχος: Γιάννης Βασιλόπουλος – Πάρης Γεωργούλας
Διανομή:
Ρεβέκκα Φελεκίδου (Πευκίς), Γαρυφαλλιά Μαρούλη (Θυμαρίς), Μαρία Μαθιουδάκη(Ελένη), Κωνσταντίνος Μούτσης (Μενέλαος), Ευτύχης Παντελάκης (Πάρης), Καλλιρόη Παχή (Ήρα - Εκάβη), Σεβαστιάννα Κατρή (Αθηνά), Παναγιώτης Φαρμάς (Δίας), Χρύσα Φωτοπούλου (Αφροδίτη – Κασσάνδρα) Μάριαν Μαραντού (Πασιφίλη) Χρήστος Χρηστίδης (Αχιλλέας), Βασίλης Φωτόπουλος (Έκτορας), Γιώργος Σπυριδάκης (Πάτροκλος), Άντα Χρυσού (Ανδρομάχη), Παναγιώτα Χαϊδεμένου (Γογγύλη), Δώρα Βασιλάκου, Δέσποινα Δημητρακοπούλου, Στέλλα Ζώτα, Δέσποινα Μακρά, Μάριος Μακρόπουλος, Γιώργος Ματιάμπα, Ματίνα Μυτιληναίου, Μαρία Ντούρου.

Δημήτρης Παλάζης, 12/11/2009

Julio Cortazar, ΑξΟΛΟΤΛ και άλλα διηγήματα, εκδ. Πάπυρος


Πολλές φορές χρησιμοποιούμε το επίθετο εξαιρετικό για να χαρακτηρίσουμε ένα συγγραφικό προϊόν και δεν αφήνουμε χώρο για το πραγματικά εξαιρετικό, τη γραφή που μένει ανεξίτηλη στη μνήμη, που διδάσκει τη λογοτεχνία από μια νέα οπτική γωνιά και που καταφέρνει να είναι προσιτή στον σημερινό αναγνώστη, ο οποίος, κουρασμένος από διάφορα νεωτερικά παιχνίδια, έχει την τάση να επανέρχεται σε κάτι που να μπορεί να διαβαστεί...

Πρόκειται για τη επιλογή από διάφορες συλλογές διηγημάτων του Χούλιο Κορτάσαρ (1914-1984), που καλύπτουν μια περίοδο από το 1951 μέχρι το 1982, υπό τον τίτλο «ΑξΟΛΟΤΛ και άλλα διηγήματα». Το δείγμα είναι εκτεταμένο, ώστε να δίνει μια σαφή εικόνα τόσο της θεματικής του συγγραφέα, όσο και του τρόπου γραφής του.
Οι ιστορίες του Κορτάσαρ χαρακτηρίζονται από μια χαρακτηριστική δομική κατασκευή, που πατά στο ρεαλισμό μέσω της καθημερινότητας ή αφορμάται απ’ αυτήν, εγχέοντας παράλληλα μια άλλη πλευρά θέασης, που αντανακλά το δικό της ρεαλισμό, παραμένοντας όμως ασύμβατη - ένα είδωλο πραγματικότητας, ένας σωσίας της καθημερινότητας, που παρασέρνεται στο όνειρο και στις εσώτερες παρορμήσεις των πρωταγωνιστών.
Τα περισσότερα διηγήματα δείχνουν να έχουν μια δήθεν συνηθισμένη πλοκή, άλλα η είσοδος στο φανταστικό, στο ανοίκειο είναι πολύ γρήγορη, όπως η πάλη ενός άντρα να φορέσει το πουλόβερ του, ή τα Αξολότλ ή το παιχνίδι με τα είδωλα στο μετρό κ.ά. Σε όλα όμως υπάρχει κι ένας δεύτερος κόσμος, παράλληλος, στον οποίο η εστίαση μορφώνει μια ξεχωριστή πραγματικότητα, που δεν προκαλεί τρόμο, όπως συνηθίζεται στη φανταστική λογοτεχνία. Όλη η διήγηση στήνει, προετοιμάζει κατάλληλα το σκηνικό για την εισβολή μιας χαοτικής παραμέτρου, μιας υποψίας που τείνει ώς το τέλος να βρει διέξοδο. Το μοναδικό βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο λέει τις ιστορίες του κι εκεί συνοψίζεται η μαγεία του. Μπορείς να τις διηγηθείς ο ίδιος, να τις συνοψίσεις, αλλά η μαγεία χάνεται, πάει περίπατο...

Μερικές φορές μου είναι δύσκολο να μιλήσω για κάποιο βιβλίο που 'χω διαβάσει και μ’ έχει αγγίξει πραγματικά. Μοιάζει σαν να θέλω να διαλύσω το άρωμα που μου άφησε, προσγειώνοντάς το στις λέξεις. Κάποιες όμως φορές, όπως στην περίπτωση του Κορτάσαρ, ωθείσαι από μόνος σου, σαν να επρόκειτο για την ανακάλυψη ενός θησαυρού, που θέλεις οπωσδήποτε να μεταγγίσεις.

Δημήτρης Παλάζης, 10/11/2009

Γιάννης Σκαρίμπας, Το Θείο Τραγί, εκδ. Νεφέλη


Το Θείο Τραγί εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1933 και είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Γιάννη Σκαρίμπα (1893 – 1984), μικρό σε έκταση. Ο ήρωας, που ονομάζεται Γιάννης – συνονόματος του συγγραφέα -, επέλεξε συνειδητά το ρόλο του περιπλανώμενου αλήτη, παρά την παιδεία που φαίνεται ότι διαθέτει...

Μετά από πολλές περιπλανήσεις, επιστρέφει διαβάτης από τα πάτρια εδάφη, συναντά την αδερφή του και κατόπιν μένει για κάμποσο καιρό στο αρχοντικό που ζει ένας παλιός ανεκπλήρωτος έρωτας, παντρεμένη τώρα πια. Η διεισδυτική ματιά του αφηγητή Γιάννη εμπλέκεται στην καθημερινότητα χαρίζοντάς μας στιγμές επίγνωσης του ανθρώπινου γίγνεσθαι. Όταν έρθει η ώρα ν' αναχωρήσει, αφήνει πίσω του απρόσμενα μια καινούργια ζωή και βαδίζει προς το δικό του δρόμο της επιθυμίας και της επιλογής. Είναι ένας περαστικός, μια φωτογραφία του εφήμερου που αποτυπώνει το σχήμα της στο πέρασμά της, προορισμένη να λησμονηθεί από τους ανθρώπους, που συνεχίζουν κάθε φορά τη ζωή τους απορρίπτοντας το περαστικό και το καίριο χάριν του σταθερού, του συνηθισμένου, του προβλέψιμου, από τη θέση που ο καθένας βρίσκεται.
Πρόκειται έναν αντιήρωα που γυρνάει από τόπο σε τόπο, αρνείται την κοινωνία και τις συμβατικότητές της, θέλοντας να πείσει τον αναγνώστη για τη μαύρη ψυχή του, και που στο τέλος κινδυνεύει από την καλοσύνη κάποιων συνανθρώπων του να κερδηθεί από την τάξη των αγγέλων. Ο πραγματικός του στόχος όμως είναι να ‘κουνήσει’ τις καθιερωμένες αξίες, να τονίσει το ‘δήθεν’ τους, τα όρια και την κατασκευή τους.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο έως αδύνατο να μιλήσει κανείς για τον Γιάννη Σκαρίμπα, χωρίς να αναφερθεί στην ιδιόλεκτο του συγγραφέα. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι κυρίαρχη στα γραπτά του και βασικός συμμέτοχος στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί, στην αριστοτεχνική ανάμειξη του φανταστικού με το πραγματικό, του δραματικού με τη σάτιρα, την ειρωνεία, την παρωδία. Ύφος πρωτότυπο, ακόμα και μέχρι σήμερα, με υπερρεαλιστικές αιχμές, ποιητική ατμόσφαιρα γεμάτη εικόνες που θυμίζουν λαϊκές ζωγραφιές. Εκτός αυτού διαθέτει μια ηχητική δυναμική και μια ξεχωριστή μουσική δυναμικότητα (κάπου διέκρινα και δεκαπεντασύλλαβο ενσωματωμένο στη ροή του λόγου).

Επιστροφή, λοιπόν, στις πηγές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, που έχει να προσφέρει πολύ περισσότερα απ’ ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, με γνώμονα τα ίδια τα κείμενα. Τα νεωτερικά επιτεύγματα εκείνης της εποχής έχουν μετατραπεί σήμερα σε ευρήματα, σαν να είναι ο συγγραφέας ένα είδος εφευρέτη και το μυθιστόρημα ένα είδος τεχνουργήματος, κατάλληλου για την προσέλκυση αναγνωστικού κοινού. Είναι όμως αυτό πραγματική λογοτεχνία; Κείμενα σαν Το Θείο Τραγί δίνουν την απάντηση.

Δημήτρης Παλάζης, 09/11/2009

Το ανοιχτό μυαλό του Λευκάδιου Χερν στη Γκαλερί ACG, στο Deree


Στην έκθεση «Το ανοιχτό μυαλό του Λευκάδιου Χερν», παρουσιάζονται έργα τέχνης από 46 καλλιτέχνες, που εμπνεύστηκαν από τη ζωή και το έργο του ελληνικής καταγωγής συγγραφέα Λευκάδιου Χέρν (1850-1904). Ο Λευκάδιος Χερν έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην Ιαπωνία, όπου και συνέγραψε ένα μεγάλο μέρος του έργου του και αγαπήθηκε από τον Ιαπωνικό λαό, γιατί κατάφερε να εκφράσει την Ιαπωνική ψυχή στη γλώσσας της. Ζώντας ο ίδιος σε Ελλάδα, Ιρλανδία, Νέα Ορλεάνη, Δυτικές Γαλλικές Ινδίες και τελικά στην Ιαπωνία, όπου εντρύφησε στο τρόπο ζωής των ανθρώπων και στις παραδόσεις του, θεωρείται πλέον σήμερα σαν σύμβολο αποδοχής της ετερότητας και της μετουσίωσής της σε αναζήτηση της δημιουργικής αλήθειας.

Την έκθεση έχει επιμεληθεί ο Μεγακλής Ρογκάκος, έφορος τέχνης της ACG Art Gallery του Αμερικανικού Κολεγίου Ελλάδος.
Τα εκτιθέμενα έργα καλύπτουν όλες τις φόρμες τέχνης (ζωγραφική, φωτογραφία, γλυπτό, συνθέσεις) και τους τύπους (από το νατουραλισμό στην εννοιολογική τέχνη).
Χαρακτηριστικοί τίτλοι των έργων δίνουν μια ιδέα για τις προσεγγίσεις των δημιουργών στον Λευκάδιο Χερν: «Ο Λευκάδιος Χερν διηγείται», «Το παιδί που σχεδίαζε γάτες» (βασισμένο στην ομώνυμη ιστορία του Λευκάδιου Χερν, 1898), «Ο κόσμος του Λευκάδιου Χερν», «Λεκάδιος Χερν: Εικονοστάσι», «Yakumo Koizumi» ( το ιαπωνικό όνομα του Λευκάδιου Χερν που σημαίνει “ο τόπος που γεννιούνται τα σύννεφα”), «Τα μάτια της ψυχής του Λευκάδιου Χερν», «Το μακρύ ταξίδι του Λευκάδιου Χερν», «Είμαι ο Λευκάδιος Χερν», «Βαδίζοντας με το Λευκάδιο Χερν», «Πώς να εξηγήσεις τις εικόνες σε δυο νεκρές αγριόπαπιες» (εμπνευσμένο από τις ιστορίες για αγριόπαπιες του Χερν), «Ο ίδιος ο Χερν», «Το ανοιχτό μυαλό του Λευκάδιου Χερν», που είναι και ο τίτλος της έκθεσης, «Τα τέσσερα πρόσωπα του Χερν» (Ελλάδα, Ιρλανδία, Νέα Ορλεάνη, Ιαπωνία), «οι αγριόπαπιες του Λευκάδιου Χερν», «Το τρίτο μάτι του Λευκάδιου Χερν», «Η φανταστική παρέα του Λευκάδιου Χερν» κ.ά.
Σ’ όλη τηn έκθεση κυριαρχεί η φυσιογνωμία του Λευκάδιου Χέρν (γνωστή από το υπάρχον φωτογραφικό υλικό), όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο.

Συμμετέχουν οι καλλιτέχνες:
Δημοσθένης Αγραφιώτης, Χρήστος Αντωναρόπουλος, Murshida Arzu Alpana (Μπανγκλαντές), Ζαχαρίας Αρβανίτης, Κωνσταντίνος Βωβός, Ισμήνη Μπονάτσου, Eileen Botsford, Γιάννης Διαμαντής (Βόρεια Ήπειρος), Lena Dimova (Ρωσία) Κώστας Ευαγγελάτος, Σοφία Φωτιάδου, Χρήστος Γαρουφαλής, Τίνα Καμπάνη, Nicole Kapari (Γερμανία) Koshin Kawatsou (Ιαπωνία), Χάρης Κοντοσφύρης, Βασιλική Κοσκινιώτου, Νίκος Κρυωνίδης, Παναγιώτης Λαμπρινίδης, Βασίλης Λιαούρης, Παναγιώτης Λιναρδάκης, Αλέξανδρος Μαγκανιώτης, Megakles Rogakos (Αγγλία) Γιάννης Μελανίτης, Άλκηστις Μιχαηλίδου, Εύα Μηταλά, Nicholas Moore (Αγγλία) Σπύρος Μοσχούτης, Ευάγγελος Μουστάκας, Jan Mulder. (Ολλανδία) Barbara Nahmad (Ιταλία), Masaaki Noda (Ιαπωνία) Κώστας Πανιάρας, Λέα Ρουσοπούλου, Seiho (Ιαπωνία), Δημήτρης Σεβαστάκης, Magda Tammam (Γερμανία), Γιώργος Ταξιαρχόπουλος, Χρήστος Θεοφίλης, Σωτήρης Θεριανός, Σοφία Τουμπουρά, Νίκος Τσαρούχας, Φίλιππος Τσιτσόπουλος, Πραξιτέλης Τζανουλινός, Yumiko Yoneda (Ιαπωνία) και Αποστόλης Ζολωτάκης.

Την έκθεση συνοδεύει η μουσική του συνθέτη Frans-Jan Wind (Ολλανδία).

Ένας αναλυτικός έγχρωμος κατάλογος της έκθεσης, επιμελημένος εξαιρετικά από τον κ. Ρογκάκο διατίθεται δωρεάν στους επισκέπτες.

Ο πίνακας του άρθρου είναι του Nicholas Moore και έχει τον τίτλο: «Τα τέσσερα πρόσωπα του Λευκάδιου Χερν» - Ιαπωνία

"The Open Mind of Lafcadio Hearn"
Γκαλερί ACG, Deree College
Γραβιάς 6, Αγία Παρασκευή
13/10/2009-28/05/2010
Δευτέρα έως Παρασκευή, 09:00 – 21:00


Δημήτρης Παλάζης, 05/11/2009

Χοηφόρες του Αισχύλου από το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας


Οι «Χοηφόρες» είναι το δεύτερο μέρος της τριλογίας του Αισχύλου «Ορέστεια»,
Αφηγείται τον φόνο της Κλυταιμνήστρας και του Αιγίσθου από τον Ορέστη, όταν αυτός επιστρέφει στο Άργος, με την συμπαράσταση της αδελφής του Ηλέκτρας και του χορού των Χοηφόρων.
Η μεταφυσική του Αισχύλου βασίζεται σε τρεις αρχές: τη Μοίρα, την Άτη (τύφλωση) και τη Δίκη. Η Μοίρα περιλαμβάνει τα πάντα, θεούς και θνητούς. Η Άτη εκπροσωπεί την τυφλή και ακατανίκητη δύναμη, που κυριεύει τον άνθρωπο είτε από εξωτερικές δυνάμεις είτε από τον χαρακτήρα του και τον ωθεί σε βίαιες πράξεις και ηθικά παραπτώματα. Επακόλουθο της Άτης είναι η Δίκη, που τιμωρεί το παράπτωμα και επαναφέρει τη χαμένη ισορροπία. Ενεργεί νομοτελειακά, αδιαφορώντας για τα ανθρώπινα πάθη.
Ο Ορέστης σκοτώνοντας τη μητέρα του υπάγεται στην εξουσία της Δίκης και καταδιώκεται από τις Ερινύες. Φεύγει σε άσκημη κατάσταση για να ζητήσει εξιλέωση στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς.
Όμως το εύρος της σημαντικής του Αισχύλου πάει και μακρύτερα. Αν ανασηκώσουμε τη μεταφυσική καλύπτρα που σκεπάζει την Ορέστεια γενικότερα, τις Χοηφόρες ειδικότερα, θα βρεθούμε μπροστά στη δίψα της εξουσίας που κινεί τους χαρακτήρες. Οι δικαιολογίες τόσο της Κλυταιμνήστρας όσο και του Ορέστη είναι προφάσεις, που θα τους βοηθήσουν στην κυριαρχία, στη νομιμοποίηση στη συνείδηση του κόσμου.
Ο Αισχύλος αποφεύγει τις εύκολες συγκινήσεις και τις μελοδραματικές καταστάσεις (Ευριπίδης) και δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τον «ήχο» της σιωπής, όπως λιγόλογος, αλλά κρίσιμος ρόλος του σχεδόν βωβού Πυλάδη.
Ο Κώστας Τσιάνος με τις «Χοηφόρες» επιχειρεί τη σύνδεση της αρχαίας τραγωδίας με τη λαϊκή-δημοτική παράδοση. Άλλωστε και η αρχαία τραγωδία έλκει την καταγωγή της από τις λαϊκές τελετουργίες, που ήταν διαδεδομένες εκείνη την εποχή. Η σύνδεση αυτή λειτούργησε καταλυτικά αφήνοντας τον Αισχύλιο λόγο να ακουστεί σ’ όλο του το βάθος.
Τόσο η Λυδία Κονιόρδου στον διπλό ρόλο Ηλέκτρας - Κλυταιμνήστρας όσο και ο Νίκος Ψαρράς στο ρόλο του Ορέστη έπαιξαν με ψυχή. Η Λυδία Κονιόρδου δημιούργησε δύο ξεχωριστά πρόσωπα. Η Κλυταιμνήστρα, που είχε και τις μικρότερες ευκαιρίες λόγου στο έργο, αποδόθηκε εξαιρετικά, συμπυκνώνοντας το αρχέτυπο.
Το βασιλικό ένδυμά της, σχεδιασμένο από την Ιωάννα Παπαντωνίου κυριολεκτικά είχε το δικό του ρόλο, αφού κυριάρχησε στο απόλυτα λιτό σκηνικό της παράστασης.
Οι χορογραφίες και η κίνηση το χορού τελετουργική, δεν άφηναν περιθώριο αναπνοής, ούτε στιγμή να βγει κανείς από το δράμα που τελείτο στις ψυχές των ηρώων.
Η μουσική του Διονύση Τσακνή συμπλέοντας στη σκηνοθετική άποψη κατέθεσε το δικό της χρώμα.
Ένα ενιαίο σύνολο, αρμονικό και δεμένο υπηρέτησε τον μεγάλο τραγικό και χάρισε στους θεατές μια βραδιά ουσίας και πλήρωσης.



Χοηφόρες του Αισχύλου από το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας
Δημοτικό Θέατρο «Δ. Κιντής», Ηλιούπολη, 9/9/20099

Μετάφραση - Σκηνοθεσία - Χορογραφίες: Κώστας Τσιάνος
Σκηνικά - Κοστούμια: Ιωάννα Παπαντωνίου
Μουσική: Διονύσης Τσακνής
Μουσική Διδασκαλία: Απόστολος Ψυχράμης
Βοηθός σκηνοθέτη: Σπύρος Αυγουστάτος
Έπαιξαν οι ηθοποιοί:
Λυδία Κονιόρδου (Ηλέκτρα – Κλυταιμνήστρα), Νίκος Ψαρράς (Ορέστης),
Δημήτρης Καλαντζής (Πυλάδης), Ελένη Ουζουνίδου (τροφός), Θανάσης Χαλκιάς (Οικέτης), Γιώργος Στάμος (Αίγισθος)
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ: Ελένη Ουζουνίδου, Νικολέττα Βλαβιανού, Στέλλα Γκίκα (Κορυφαίες), Ευγενία Αποστόλου, Ηλέκτρα Γεννατά, Μαρία Δεληγιάννη, Λίλυ Μελεμέ, Σεβίλη Παντελίδου, Κωνσταντίνα Σαραντοπούλου, Λουκία Στεργίου, Ειρήνη Τζανετουλάκου, Φωτεινή Τιμοθέου


Δημήτρης Παλάζης, 02/11/2009