Πέμπτη 8 Απριλίου 2010

Κόρμακ ΜακΚάρθυ, Ο δρόμος, μτφρ. Αυγ. Κορτώ, εκδ. Καστανιώτη


Ένας άντρας κι ο μικρός του γιος διασχίζουν κατεστραμμένα τοπία της Αμερικής κατευθυνόμενοι προς το Νότο, στη θάλασσα, αναζητώντας μια νέα ζωή. Χειμώνας παντού και κρύο. Και οι δυο τους γνωρίζουν ότι ζουν στην κόψη του ξυραφιού.

Ο συγγραφέας δεν δίνει την αιτία της καταστροφής. Μπορούμε να υποθέσουμε πυρηνικό όλεθρο ή πτώση υπερμεγέθους μετεωρίτη, που είναι περισσότερο της μόδας τελευταία. Μιλώντας για ένα ενδεχόμενο μέλλον, ανασυνθέτει τοπία που κυριαρχούν οι καμένοι κορμοί των δέντρων, πυρκαγιές που κατά καιρούς μαίνονται, αναρίθμητες παραλλαγές της στάχτης, της στάχτης του νέου κόσμου γιατί ο παλιός είχε περάσει ανεπιστρεπτί, του γκρίζου, του θολού και ξεψυχισμένου φωτός, της ανύπαρκτης σελήνης. Αστικά τοπία εγκαταλελειμμένων πόλεων στο έλεος της καταστροφής, της ερήμωσης. Και ανθρώπινα πτώματα, απανθρακωμένα, αποξηραμένα.
Πατέρας κι γιος με τα σακίδια στον ώμο, ένα καρότσι που σέρνει ο άντρας κι ένα πιστόλι, με φόβο και συνεχή επαγρύπνηση, προσπαθούν να επιβιώσουν εκεί που η ζωή δείχνει απούσα. Εφοδιασμένοι με κουβέρτες και μουσαμάδες για ν’ αντιμετωπίσουν τη βροχή και το κρύο κι ό,τι προμήθειες έχουν καταφέρει να βρουν από την παλιά εποχή. Ο πατέρας είναι άρρωστος, κάνει αιμοπτύσεις που με τον καιρό επιδεινώνονται, όμως όλο του το είναι είναι στραμμένο στο γιο του και στην επιβίωσή του μέσω της δικής του επιβίωσης.
Εκτός όμως από τις δυσκολίες της επιβίωσης μέσα από μια νεκρή γη, έχουν ν’ αντιμετωπίσουν τους άλλους επιζήσαντες που θα συναντήσουν μοιραία στο δρόμο τους, οι οποίοι εποφθαλμιούν τις λιγοστές προμήθειές τους. Οι εναπομείναντες άνθρωποι χωρίζονται χοντρικά σε δυο κατηγορίες: τους κακούς, που τρώνε τους συνανθρώπους τους και τους καλούς που δεν το κάνουν.
Η αφήγηση, λιτή και ποιητική στο ζόφο που την διαπερνά, ‘εμπλουτίζεται’ με τους επιβλητικούς κοφτούς διάλογους μεταξύ πατέρα και παιδιού, που ξεπηδούν συχνά σαν επιβεβαίωση ότι η ζωή συνεχίζεται. Ο εξωτερικός και ο εσωτερικός κόσμος. Οι μορφές και των δύο εμβληματικές, χωρίς όνομα.
Η ιστορία του ΜακΚάρθι είναι υποτυπώδης. Κυριαρχεί το καταστραμμένο γήινο τοπίο, αντανακλάσεις του οποίου είναι οι επιζήσαντες άνθρωποι, οι οποίοι έχουν απολέσει τον ανθρωπισμό τους, εκτός του παιδιού. Η αγωνία του πατέρα να επιβιώσει το μικρό παιδί του, πέρα από τα αισθήματα που αντιπροσωπεύουν ένα τέτοιο δίδυμο, προέρχεται και από το ότι ο πατέρας βλέπει στο παιδί του την επιβίωση του ανθρωπισμού, πέραν της απλής ελπίδας για ένα αόριστα καλύτερο μέλλον, απ’ αυτό που κυριαρχεί γύρω τους. Πάντως το ανοιχτό στην ελπίδα τέλος δεν μπόρεσε παρά να μου θυμίσει το αμερικάνικο ‘happy end’.

Για το «Δρόμο» απονεμήθηκε στον Κόρμακ ΜακΚάρθι το βραβείο Πούλιτσερ για το 2007

Η μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ έχει σαν κύριο προσόν να καταφέρνει να μοιάζει «ο Δρόμος» σαν να ’χει γραφτεί στα ελληνικά.

Δημήτρης Παλάζης, 23/11/2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου