Πέμπτη 8 Απριλίου 2010

Ηρώ Φραγκοπούλου, Από τις φλέβες, Αθήνα 2009


Ηρώ Φραγκοπούλου, μετά από χρόνια γραφής, εκδίδει το πρώτο της βιβλίο. Ο τίτλος της συλλογής προδιαθέτει για κάτι που βγαίνει, το αίμα, με άλλα λόγια το βίωμα που χτύπησε πάνω μας τη σφραγίδα του, που έγινε μέρος του παλμού των φλεβών μας και εξέρχεται με τη μορφή των στίχων.

Η γραφή της είναι ανόθευτη και πηγαία, όπως ακριβώς βγαίνει απ' τη ψυχή της. Μόνο το χέρι της και το χαρτί μεσολαβούν. Καθαρά βιωματική. Δεν ανήκει στους ποιητές εκείνους που εμπλέκουν στην ποίησή τους επιρροές, αναζητήσεις, προεκτάσεις, ατμόσφαιρες... Μέσω αυτής είναι σαν να μιλάει το ίδιο το βίωμα, συγκροτημένα σ' ένα και μοναδικό πρόσωπο, το πρόσωπο που το κατέχει.
Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο ποίημα παρελαύνει ανάγλυφα και μια ιστορία της γραφής της , που είναι και μια εσωτερική αφήγηση της ζωής της. Ζώντας αλλάζουμε την οπτική μας γωνιά. Γράφοντας, με τον καιρό αλλάζει κι η ματιά της γραφής μας και φυσικά πολλές φορές επιστρέφουμε, γιατί εμείς οι ίδιοι είμαστε οι φορείς της γραφής μας.
"Από τις φλέβες" του τίτλου της συλλογής και ακουμπώντας σε στίχους, όπως "τάφοι των ανέμων", σε "σύννεφα που την μπερδεύουν" η ποιήτρια ξεκινά το ποιητικό της ταξίδι από τον έρωτα για να ζήσει, να αισθανθεί τη ζωή στο πάθος και την ένταση της, μέχρι να έρθει η ώρα που περιμένει να σβήσει το κερί, που ο άλλος είναι μέσα της, παρόλο που τη "φιλά από κακία". Δίνεσαι και διαπιστώνεις. Δοκιμάζεις και μαθαίνεις.
Στο ποίημα Requiem μπαίνουμε σ' ένα τοπίο γκόθικ , με "το μαύρο κερί να τρέχει ασταμάτητα απ' τους κροτάφους" και αμέσως μετά η σελίδα γυρίζει σ' ένα κάλεσμα στον 'Αλέξανδρο', στον οποίο είναι αφιερωμένη και η συλλογή.
Με το ποίημα "Ο καφές" παρεισφρύει ο στοχασμός. Η ποιήτρια βιώνει, αλλά στοχάζεται συνάμα μιλώντας. Βλέπει τα όρια των ανθρώπινων σχέσεων. "Ο καφές θα έρθει κρύος κι αδιάφορος".
Αρχίζει η περιθωριοποίηση: "Εμείς αγαπητοί/ κατοικούμε μαζί με τη σκόνη/ στα πολύτιμα κάδρα σας".
Ακολουθεί η επέλαση των μοναχικών, των ασάλευτων, των δυστυχισμένων. Την ελκύει η μοναξιά, που αντικατοπτρίζει τη δική της μοναξιά. Εστιάζεται σε μικροαντικείμενα, όπως τα σπίρτα και πάλι επιστρέφει στην κοινωνική κριτική μ' έναν πιο ανάλαφρο και σκωπτικό τρόπο: "καλύτερα μόνοι με τα χέρια μας να κρέμονται" . "Αφού τα πάντα είναι αγοραπωλησία", αφού "σκοτώσαμε την αγνή" και "Βάλαμε φυσαλίδες στο αίμα της".
Από το ποίημα "Κιβωτός" αρχίζει μια βαθμιαία αποστασιοποίηση της ποιήτριας από το βίωμα καθεαυτό, με μια γενίκευση του ποιητικού περίγραμματος.
Οι απώλεια απλώνεται, έχει συντρόφους. Η ποιήτρια απεκδύεται το προσωπικό όριο και συνομιλεί, σαρκάζει, στρέφοντας την ορμή του ποιητικού της πάθους τριγύρω. Η γκόθικ ατμόσφαιρα επιστρέφει μαζί με στίχους σαν "τη λήγουσα του διαβόλου" και "το λάθος της έβδομης μέρας". Έχει όμως γίνει πικρότερη, πιο μαύρη απ' τη συσσωρευμένη απόγνωση, την απώλεια της πρότερης δύναμης και του ηθικού.
Και καταλήγει κλείνοντας τη συλλογή της:

"Όσο θα κυλά γλυκά η μελάνη από τις φλέβες
Θα ζω
Όσο θα στάζει ζωηρό το αίμα από την πένα
Θα φοβάμαι"


Δημήτρης Παλάζης, 02/12/2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου