Τετάρτη 7 Απριλίου 2010

Ταμβακάκης Φαίδων, Οι ναυαγοί της Πασιφάης, εκδ. ΕΣΤΙΑ


Από μια αβλεψία τους, τρεις έλληνες ναυτικοί, ο Μιχάλης, που είναι ο αφηγητής της ιστορίας, ο Αντώνης, ο καπετάνιος και ιδιοκτήτης του σκάφους «Πασιφάη» και ο Γαβρήλος, ο πιο έμπειρος ναυτικός της παρέας μετατρέπονται σε ναυαγούς στο αχαρτογράφητο νησί του Ειρηνικού Πόρα-Πόρα.

Τον πρώτο καιρό ακολουθούν το γνώριμο από προγενέστερα κλασσικά μυθιστορήματα του είδους πρόγραμμα κάθε ναυαγού. Ανιχνεύουν το άγνωστο περιβάλλον, δίνουν λύσεις στα επιτακτικά προβλήματα στέγασης και τροφής, αναλογίζονται πιθανούς κινδύνους από ιθαγενείς, σκέφτονται πώς θα καταφέρουν να επιστρέψουν, και προπαντός χρόνο με το χρόνο προσαρμόζονται.
Το παντελώς ξένο προς τους έλληνες ναυαγούς περιβάλλον που καλούνται να ζήσουν - και όχι να επισκεφτούν τουριστικά - μετατρέπεται με την πένα του Ταμβακάκη σε βασικό πρωταγωνιστή της ιστορίας, με κυρίαρχο την «Πέλε», το ηφαίστειο του νησιού, που μια έκρηξή του θα ήταν μοιραία.
Οι ναυαγοί γνωρίζουν από κοντά τους Αριόι, μια εξαφανισμένη ήδη από το 19ο αιώνα φυλή της Πολυνησίας. Ο συγγραφέας μας πληροφορεί ότι οι Αριόι ήταν κάτι σαν θεατρίνοι, που περιέπλεαν τους νησιωτικούς λαούς του Ειρηνικού και οργάνωναν μεγάλες μουσικές και θρησκευτικές γιορτές που κατέληγαν σε ερωτικά όργια. Όταν εξαφανίστηκαν, πήραν μαζί τους τη μυθολογία, τη μουσική και την τελετουργική θεατρική τους τέχνη, δηλαδή τη μνήμη που είναι γνώση.
Οι ναυαγοί της Πασιφάης προσπαθούν να «εκμεταλλευτούν» τους Αριόι, ο καθένας για το δικό του σκοπό. Ο Αντώνης για να μάθει το μυστικό της αθανασίας, ο Μιχάλης για να ανακτήσει τη χαμένη μνήμη της φυλής, ο Γαβρήλος εθισμένος στην ναρκωτική τους ουσία «κάβα» για να κάνει αστρικά ταξίδια στο χρόνο και στο χώρο.

Τόσο η μνημονική μέθοδος στην αρχή κάθε κεφαλαίου με τη σύνοψη των τεκταινόμενων κάτω από τίτλους με Ομηρικό απόηχο όσο και η ίδια η αφήγηση δημιουργούν την πεποίθηση ότι ο Μιχάλης, που διηγείται την ιστορία, την καταγράφει αρκετό καιρό αργότερα από τα συμβάντα. Βυθισμένος στην περιπέτεια που έζησε και στις συνεχείς ανατροπές της, κρατά απόσταση από τα δρώμενα, που εξελίσσονται πλέον στη μνήμη του, ακόμα και τα πιο τραγικά για τον ίδιο, όπως το κόψιμο του ποδιού του. Η αποστασιοποίηση όμως αυτή, αντί να ρηχαίνει την αφήγηση, της προσδίδει μαγεία και συνδυάζεται περίφημα με το χαρακτήρα της «πρώτης ματιάς» σε ό,τι προκύπτει και παραμένει ανεξίτηλο στη μνήμη του αφηγητή. Ο αναγνώστης μπαίνει γρήγορα στη δράση και στην περιπέτεια, ενώ η εστίαση στο ποιος δρα και γιατί έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Θα μπορούσε ακόμα να ισχυριστεί κανείς ότι ο «Ρομβισώνας» του Ταμβακάκη είναι ένας, που συνδυάζει τις βαθιές αναζητήσεις του Μιχάλη και την παρεμβολή του στη γενεαλογία των Αριόι με την ωφελιμιστική επιθυμία για αθανασία του πρώην επιχειρηματία Αντώνη και την πρακτική επιδεξιότητα του Γαβρήλου, που εθίζεται στο ναρκωτικό «κάβα» προς αναζήτηση εμπειριών.
Όπως και να ’χει το πράγμα όμως, ο συγγραφέας έχει τάξει στον εαυτό του να ζήσει μια περιπέτεια μ’ όλη του τη ψυχή, που ανατρέπει το μύθο του δυτικού ανθρώπου με τη διαβρωμένη ρηχή καθημερινότητα, τη βιομηχανοποιημένη κουλτούρα, τα υποκριτικά νέα σεξουαλικά ήθη. Ο ενθουσιασμός του μεταφέρεται με μαστοριά και επινοητικότητα αυτούσιος στον αναγνώστη.
Η καρδιά της ιστορίας εντοπίζεται στην περιπέτεια των ηρώων της, τις επαφές τους με τους μυστηριώδεις Αριόι και τις σαγηνευτικές γυναίκες τους, τις ανεπάντεχες συναντήσεις με υπεραιωνόβιους πειρατές με κορύφωση τον τερατόμορφο Χέηζ και τα εκδικητικά του σχέδια, τις ανατροπές. Εμπλοκή του φυσικού με το υπερφυσικό, το μεταφυσικό, την τελετουργία, του παραμυθιού με την περιπέτεια.

Ο Ταμβακάκης αντλεί το υλικό της ιστορίας του από τα διαθέσιμα υλικά προγενέστερων μύθων, που κι εκείνοι παραπέμπουν σε άλλους μύθους. Υπονομεύει με διακριτικότητα - σχεδόν αδιόρατα - τις παραδόσεις του μύθου, χάρις στη σοβαρότητα με την οποία ο Μιχάλης αφηγείται την απίστευτη ιστορία με τους σχεδόν αθάνατους Αριόι. Δεν παραδίδει όμως στην πυρά, δεν διακωμωδεί.
Το απρόσμενο και συναρπαστικό μυθιστόρημά του κατατάσσεται στη μεταμοντέρνα γραφή, συνδυάζοντας και συνεχίζοντας μια αφηγηματική παράδοση σχεδόν ανύπαρκτη στα νεοελληνικά κείμενα. Ο κώδικας της απίστευτης περιπέτειας που χρησιμοποιεί καταφέρνει με τον ονειρικό και «εφηβικό» του χαρακτήρα να ανανεώσει την παράδοση του είδους, υποδεικνύοντας όμως μια δική του αλήθεια, που δεν θα μπορούσε να εκφραστεί αλλιώς, χωρίς να γίνει μια τετριμμένη μίμηση ή παραλλαγή.
Άλλωστε και η δήλωση του συγγραφέα στην δεύτερη έκδοση, ότι έδωσε διαφορετική εκδοχή τέλους απ’ ότι στην πρώτη έκδοση, συνδράμει με τη σειρά της προς την κατεύθυνση του μεταμοντέρνου, μια και αποτελεί χαρακτηριστικό του γνώρισμα. Δεν λείπει όμως και η έντονη παρουσία του μοντερνισμού, καθόσον το μυθιστόρημα βρίθει από γνώσεις και πληροφορίες, έντεχνα ενσωματωμένες, για τις οποίες ο συγγραφέας σίγουρα δαπάνησε πολύ χρόνο και κόπο για να τις αποκτήσει.

Το τέλος της αφήγησης δίνει μια προοπτική συνεχείας της καταιγιστικής περιπέτειας, είναι ένα τέλος από τα πολλά, ένα τέλος που δεν τελειώνει. Στο επίκεντρο της προοπτικής και του μυστηρίου βρίσκεται η μικρή Γαβριέλα, παιδί του Μιχάλη, που διασώζεται μαζί του, και της μυστηριώδους ιθαγενούς που φέρεται να είναι η μητέρα των ηγεμόνων της φυλής των Αριόι. Θα διασωθεί άραγε και η μνήμη;

«Οι ναυαγοί της Πασιφάης» τιμήθηκαν με το βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού «διαβάζω» το 1997.

Δημήτρης Παλάζης, 10/08/2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου