Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Γιώργου Χειμωνά, "Πεισίστρατος" - "Γιατρός Ινεότης" - "Χτίστες"


Τρία αντιπροσωπευτικά έργα της περιόδου 1960-1979

Γεννημένος το 1936 ο Γιώργος Χειμωνάς κάνει την εμφάνισή του στη νεοελληνική λογοτεχνία με τον ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ (1960). Από χρονολογικής πλευράς ο συγγραφέας ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά.
Το όνομα Πεισίστρατος παραπέμπει στον γιο του Ιπποκράτη, τύραννο των Αθηνών και προστάτη των γραμμάτων και των τεχνών. Στο κείμενο του πεζογραφήματος κυριαρχεί ο διάλογος του αφηγητή με έναν εναλλακτικό του εαυτό, που τον ονομάζει Πεισίστρατο. Ο ίδιος ο Χειμωνάς, γιατρός στο επάγγελμα, θα μπορούσε να θεωρηθεί παιδί του Ιπποκράτη με την έννοια της συγγένειας του επαγγέλματος. Ο σχέση του αφηγητή και του Πεισίστρατου είναι, θα λέγαμε, σχέση αγάπης και μίσους, που εναλλάσσονται και εναλλάσσουν τη βάση τους. Εμφανίζονται στιγμιότυπα ζωής και στιγμιότυπα σκέψεων και στοχασμών, που, όταν ωθούνται στα όρια, στεγάζονται κάτω από τον τίτλο «το υπερβολικό διήγημα». Άλλα θέματα είναι «ο δρόμος», «το ιατρείο», «η γειτονιά», « τυμπανιστής», «η χάρη», «ο βασιλιάς της Καρθαγένης», φιλοσοφία, με αυτοβιογραφικές νύξεις, δοσμένα με μια σουρεαλιστική μεγαλοπρέπεια.
Ήδη απ’ τον ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ εμφανίζονται τα στοιχεία και οι τρόποι της γραφής του Χειμωνά, που θα ακολουθήσει και στα επόμενα πεζογραφήματά του. Η γραφή δεν ακολουθεί πιστά τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες. Διαπνέεται από μια προφορικότητα, που της χαρίζει ζωντάνια και θεατρικότητα. Η ειδολογική ταυτότητα του κειμένου είναι αινιγματική, η γραφή σκοτεινή, χωρίς όμως να γίνεται μεταφυσική. Αλλού επικρατεί η ποιητικότητα, αλλού ο στοχασμός, αλλού η διήγηση.

Μεσολαβούν τα πεζογραφήματα «Η εκδρομή» (1964) και «Το μυθιστόρημα» (1966).
Στο ΓΙΑΤΡΟ ΙΝΕΟΤΗ (1971), πρόκειται να έρθει το νέος είδος των ανθρώπων. Οι παλιοί άνθρωποι, ο τρομαγμένος λαός, πρέπει να εξαφανιστούν. Κανονίστηκε να πεθάνουν σε μια ορισμένη μέρα, αφού γυρίσει ο καθένας στον τόπο του. Ο γιατρός Ινεότης ακολουθεί κι αυτός τον κόσμο. Έχει συντροφιά ένα γύφτο, ακονιστή μαχαιριών. Έμαθαν πώς δεν θα πεθάνουν χωρίς να πονέσουν, όπως τους είχαν πει, αλλά με βασανιστικό θάνατο σαν τιμωρία.
Πυκνή γραφή, τελετουργική, εσχατολογική. Ο Χειμωνάς αναδεικνύεται ανατόμος του ανθρώπινου σώματος. Διάσπαρτες εμπειρίες του συγγραφέα από νοσοκομεία, αρρώστιες, θανάτους. Γλαφυρές, δυνατές περιγραφές των προσώπων, τα εξωτερικά τους γνωρίσματα, χαρακτηριστικές κινήσεις, στάσεις. Χωρίς νύξη στο χαρακτήρα τους. Η γραφή δομείται και αποδομείται από πολύπλευρες αναφορές στο ίδιο θέμα. Η επιστροφή στο γενέθλιο τόπο είναι μια πράξη θανάτου, μια απογραφή θανάτου, μια επιστροφή στη γη, στο άγγιγμα του ανθρώπινου ορίου.

Από τον «εφηβικό» ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ μέχρι τους ΧΤΙΣΤΕΣ (1979) μεσολαβεί περίπου μια εικοσαετία και επιπλέον τα πεζογραφήματα «Ο γάμος» (1975) και «Ο αδελφός» (1976).
Στους ΧΤΙΣΤΕΣ (1979), εκεί που όλα φαίνονταν να τελειώνουν, αρχίζει μια αναγέννηση των ανθρώπων. Βίαιη και σκληρή αναγέννηση. Εμφανίζεται ενας κήρυκας, που θα αναγγείλει αυτα που έχουν γίνει, δηλαδή είναι το αντίθετο του προφήτη. Ο κήρυκας θα σταθεί σ' ένα προσωρινό νησί από πέτρες στη μέση του νερού, που χτίστηκε απ' τους θαλασσινούς εργάτες, που χρωστούσαν ευγνωμοσύνη στον κήρυκα. Οι άνθρωποι της χώρας του δεν ήθελαν να τον ακούσουν. Εμφανίζονται οι κόρες του κήρυκα, που υπονομεύουν τον κήρυκα για λογαριασμό των ανθρώπων. Στο τέλος εμφανίζονται οι "χτίστες" [από τη Ξάνθη], σπουδαίοι τεχνίτες από αρχαία παράδοση, νομάδες. Έχτισαν τη χώρα που είχε ρημαχτεί με μεγαλοπρεπή οικοδομήματα. Τέλειωσαν κι έφυγαν, αλλά τα σπίτια έμειναν άδεια. Οι μόνοι κάτοικοι τους ήταν οι χτίστες, όσο τα έκτιζαν.

Ο αφηγητής ασχολείται με τη γέννηση, τις οικογένειες των ανθρώπων, τις «ραγισματιές απ' όπου μπαίνουν οι άνθρωποι στον κόσμο», την καταγωγή, τη παιδική ηλικία, τη βία, το θάνατο. Ο λόγος προσιδιάζει περισσότερο στην ονειρική ή οραματική εκδοχή του. Διαπλέκει το όνειρο με το στοχασμό και φτιάχνει μιαν άλλη πραγματικότητα ανιστορική. Ένα δίδυμο, έναν Πεισίστρατο του εαυτού του. Παράλληλα και επάλληλα αναδύεται η τραυματική επώδυνη πραγματικότητα των ανθρώπων, η ανθρώπινη συνείδηση, ο φόβος, οι λύπες τους, οι διωγμοί τους, οι λεπτομέρειες της ζωής, η ομορφιά και η ασκήμια, η γυμνή τοπολογία των σωμάτων. Το ανθρώπινο σώμα του Γιώργου Χειμωνά μιλά για το γένος και τα πάθη των ανθρώπων, όπως στην αρχαία τραγωδία. Η τέχνη αναπαράγει την ανθρώπινη πραγματικότητα, χοϊκή και σωματική.

Υπερρεαλιστικές εικόνες, όπως «η γυναίκα που ήταν μόνο κεφάλι», η συγκέντρωση των γυναικών με τα λευκά ρούχα, οι κλειστές ομπρέλες στα χέρια στην άμμο, προσδίδουν στο κείμενο μια ποιητική ένταση και φέρνουν στο νου πίνακες του Εγγονόπουλου. Όλα ζουν τον συμβολικό και συνάμα πραγματικό τους χαρακτήρα, συμβαίνουν σαν να γίνονταν πάντοτε.

Ο Χειμωνάς, αυτός ο σημαντικός σκαπανέας των γραμμάτων μας, με τη βιογραφία της όρασής του σε κανει ν’ αντιμετωπίζεις σοβαρά τη λογοτεχνία, κάτι που λείπει ασφυκτικά τον τελευταίο καιρό, που η εμποροποίηση και ειδωλοποίηση των πάντων κατέχει τα σκήπτρα. Η γραφή του, μαρτυρική ως τα όρια, κρατά ενωμένη την τέχνη με τη ζωή. Σε κανει να σκέφτεσαι για σένα, τη γλώσσα, το νόημά σου, το μύθο σου.

Δημήτρης Παλάζης, Περιοδ. Βακχικον, τ.7

Coco before Chanel, σκηνοθ. Αν Φοντέν


Η Γκαμπριέλ ‘Κοκό’ Σανέλ (1883- 1971) μεγαλώνει σε εκκλησιαστικό ορφανοτροφείο μαζί με την αδερφή της, όπου τις εγκατέλειψε ο πατέρας τους. Έφηβη εργάζεται ως ράφτρα και παράλληλα τραγουδά με την αδερφή της Αντριέν (Μαρί Ζιλέν) σ’ ένα επαρχιακό καμπαρέ, φιλοδοξώντας να γίνει γνωστή. Η αδερφή της την εγκαταλείπει σε μια κρίσιμη στιγμή για να παντρευτεί έναν πλούσιο γάλλο ευπατρίδη κι η Γκαμπριέλ παίρνει την απόφαση να γίνει ερωμένη του γάλλου αριστοκράτη Ετιέν Μπαλσάν (Μπενουά Πουλβό) και να μείνει στην έπαυλή του.

Εκεί γνωρίζει τον έρωτα της ζωής της, τον Μπόι Καπέλ (Αλεσάντρο Νίβολα), ο οποίος την ενθαρρύνει να ασκήσει το ταλέντο της και εγγυάται για τα πρώτα κεφάλαια της επιχείρησής της που θα την αναδείξει τελικά σε κορυφαία σχεδιάστρια.
Η Κοκό Σανέλ αμφισβήτησε την καθιερωμένη μόδα της εποχής της, αντιπροτείνοντας το δικό της στυλ, που το χαρακτήριζε η λιτότητα, το απέρριτο και η άνεση, ενσωματώνοντας και στοιχεία από το αντρικό ντύσιμο.
Τη συντριβή τής Σανέλ από την απώλεια του αγαπημένου της εραστή, η σκηνοθέτιδα Αν Φοντέν αντισταθμίζει στο τέλος της ταινίας με την επιτυχία της στο στίβο της μόδας.

Πρόκειται για την ιστορία μιας ορφανής επαρχιωτοπούλας, που χρησιμοποιεί σαν αναβατήρα τους πλούσιους εραστές της, ώστε να μπορέσει αξιοποιήσει το ταλέντο της και να θριαμβεύσει στο χώρο της μόδας. Η προσέγγιση της Αν Φοντέν είναι εύστοχη. Η φιλόδοξη Σανέλ της είναι μια γυναίκα που μιλά μόνο όταν χρειάζεται ή μιλά μέσω των ρούχων που σχεδιάζει και φορά, υποτονίζοντας τους συμβιβασμούς που πρέπει να κάνει και την συνεπαγόμενη αλλοτρίωση, ως το μοναδικό μέσο ανόδου. Η τελική της επιτυχία και η αποδοχή του κόσμου μοιραία τείνει να εξαλείψει το πώς κάποιος κατάφερε να φτάσει σ’ αυτό το σημείο.
Η Οντρέ Τοτού (Κοκό Σανέλ), χωρίς να είναι η εκπληκτική Αμελί, έκλεισε το ρόλο στην υποτιθέμενη εσωτερικότητα του χαρακτήρα και ήταν συνεπής απ’ την αρχή ως το τέλος, παρουσιάζοντας αυτή την εκδοχή της Σανέλ. Πιο φυσική και ανθρώπινη η ερμηνεία του Μπενουά Πουλβό. Στα ατού της ταινίας η φωτογραφία του Κριστόφ Μποκάρν, τα κουστούμια της Κατρίν Λετεριέ και η μουσική του Αλεξάντρ Ντεπλά.

Η ταινία βασίστηκε στο βιβλίο της Edmonde Charles-Roux: «L' Irreguliere: Ou, Mon Itineraire Chanel» (κυκλοφορεί στα ελληνικά με τίτλο "Η ατίθαση - Η Κοκό πριν τη Σανέλ" από τις εκδόσεις Πάπυρος, σε μετάφραση Μαρίας Τσεκούρα)


Τίτλος: Coco before Chanel
Πρωτότυπος τίτλος: Coco avant Chanel
Σκηνοθεσία: Αν Φοντέν
Σενάριο: Αν Φοντέν & Κρίστοφερ Χάμπτον
Φωτογραφία: Κριστόφ Μποκάρν, A.F.C.
Κοστούμια: Κατρίν Λετεριέ
Μουσική: Αλεξάντρ Ντεπλά
Ηθοποιοί: Οντρέ Τοτού, Μπενουά Πουλβό, Αλεσάντρο Νίβολα, Μαρί Ζιλέν, Εμανουέλ Ντεβός
Διάρκεια: 105 λεπτά
Χρονολογία παραγωγής: 2009
Είδος ταινίας: βιογραφική
Χώρα παραγωγής: Γαλλία
Διανομή: AUDIO VISUAL ENTERPRISES S.A.

Δημήτρης Παλάζης, 24/08/2010

Ο τελευταίος σταθμός, σκην. Michael Hoffman


Στις αρχές της δεκαετίας του 1910, ο γερασμένος Λέον Τολστόι (Christofer Plummer), ζωντανό σύμβολο της ρωσικής λογοτεχνίας και της Ρωσίας γενικότερα, βρίσκεται στο δίλημμα να κληροδοτήσει τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του με μια νέα διαθήκη στον ρωσικό λαό, όπως τον συμβουλεύει ο καθοδηγητής της τολστοϊκής Κοινότητας Vladimir Chertkov (Paul Giamatti) ή στην οικογένειά του, όπως επίμονα του ζητά η γυναίκα του Σοφία (Helen Mirren).

Ο καινούργιος τρόπος ζωής του Τολστόι, ο οποίος στο τέλος της ζωής του ασπάζεται την ολιγάρκεια και αμφισβητεί τη σημασία και το ρόλο της ατομικής ιδιοκτησίας υλικών αγαθών, θα οδηγήσει σε ομηρικούς καβγάδες με τη γυναίκα του Σοφία.
Ο νεαρός Valentin Bulgakov (James McAvoy), που προσλαμβάνεται ως γραμματέας του Τολστόι μέσω του Chertkov, από τη μια έχει τις οδηγίες του Chertkov να καταγράφει τα πάντα που διαδραματίζονται σε σχέση με το ρόλο της Σοφίας στο θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων και από την άλλη η Σοφία προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον πάρει με το μέρος της. Η ταινία τελειώνει με το θάνατο του Τολστόι στο σταθμό τραίνων του Astapovo...

Ο Hoffman, βασισμένος στο βιβλίο του Jay Parini πάνω στις τελευταίες μέρες ζωής του Τολστόι, δίνει τη δική του εκδοχή στο σενάριο, έχοντας την πρόθεση να αναπαραστήσει όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά τα ιστορικά δρώμενα: την ανάγκη του υπέργηρου Τολστόι για ολιγάρκεια και αποξένωση από τα υλικά αγαθά, τα οποία πλέον κατέχει άφθονα, αλλά και την ανάγκη του για ψυχική ηρεμία, καθώς διανύει την τελευταία περίοδο της ζωής του. Το θέμα των συγγραφικών δικαιωμάτων ενός μεγάλου συγγραφέα και κατά πόσον αυτά θα πρέπει να είναι κτήμα του λαού του ή της οικογένειάς του. Την αναμενόμενη αντίδραση του οικογενειακού του περιβάλλοντος και ειδικά της γυναίκας του. Το θέμα της τολστοϊκής κοινότητας. Τις σχέσεις του ηλικιωμένου ζεύγους Τολστόι και της «ενηλικίωσης» του παρθένου Valentin μέσω της σχέσης του με το μέλος της τολστοϊκής Κοινότητας Masha (Kerry Condon). Αγάπη, έρωτας, οικογένεια, ιδεολογία, δολοπλοκίες, συγκρούσεις. πόλεμος νεύρων εντός και εκτός της οικογένειας Τολστόι αποφορτίζονται με ενέσεις χιούμορ, τη συνύπαρξη της ελαφρότητας με το δράμα.
Η επιδιωκόμενη όμως συνθετότητα της ταινίας με την παράλληλη ύπαρξη περισσότερων του ενός σημαντικών θεμάτων αναγκάζουν το θεατή σε μια πολυεστιακή παρακολούθηση, που μοιραία αποβαίνει εις βάρος του κάθε ενός θέματος ή κάποιων θεμάτων.
Απουσιάζουν επίσης σοβαρές αναφορές στο πλούσιο λογοτεχνικό έργο του Τολστόι, ώστε όσοι έχουν αγαπήσει το έργο του να βρίσκονται μπροστά σε μια ταινία που θα μπορούσε να αφηγείται τη ζωή ενός οποιουδήποτε σημαντικού διανοούμενου, φανταστικού ή πραγματικού.

Στα συν της ταινίας είναι οι δυνατές ερμηνείες των Christofer Plummer και Helen Mirren, οι οποίες παίζουν το ρόλο της μοναδικότητας στην ταινία (προτάθηκαν για τη Χρυσή Σφαίρα και για το Οσκαρ Α’ Γυναικείου και Β’ Ανδρικού ρόλου), ενώ οι υπόλοιπες εμφανίζονται κατά κύριο λόγο συντονισμένες και καθοδηγούμενες από τη σκηνοθετική ματιά. Βρίσκονται όμως σ’ ένα πολύ καλό επίπεδο, εδικά του James McAvoy καταφέρνει να ξεχωρίσει.

Πρωτότυπος τίτλος: The last station
Έτος: 2010
Διάρκεια: 112 λεπτά
Σκηνοθέτης: Michael Hoffman
Ηθοποιοί: James McAvoy, Christofer Plummer, Paul Giamatti, Helen Mirren, Anne-Marie Duff, Kerry Condon
Διανομή: Filmopolis

Δημήτρης Παλάζης, Στις αρχές της δεκαετίας του 1910, ο γερασμένος Λέον Τολστόι (Christofer Plummer), ζωντανό σύμβολο της ρωσικής λογοτεχνίας και της Ρωσίας γενικότερα, βρίσκεται στο δίλημμα να κληροδοτήσει τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του με μια νέα διαθήκη στον ρωσικό λαό, όπως τον συμβουλεύει ο καθοδηγητής της τολστοϊκής Κοινότητας Vladimir Chertkov (Paul Giamatti) ή στην οικογένειά του, όπως επίμονα του ζητά η γυναίκα του Σοφία (Helen Mirren).

Ο καινούργιος τρόπος ζωής του Τολστόι, ο οποίος στο τέλος της ζωής του ασπάζεται την ολιγάρκεια και αμφισβητεί τη σημασία και το ρόλο της ατομικής ιδιοκτησίας υλικών αγαθών, θα οδηγήσει σε ομηρικούς καβγάδες με τη γυναίκα του Σοφία.
Ο νεαρός Valentin Bulgakov (James McAvoy), που προσλαμβάνεται ως γραμματέας του Τολστόι μέσω του Chertkov, από τη μια έχει τις οδηγίες του Chertkov να καταγράφει τα πάντα που διαδραματίζονται σε σχέση με το ρόλο της Σοφίας στο θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων και από την άλλη η Σοφία προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον πάρει με το μέρος της. Η ταινία τελειώνει με το θάνατο του Τολστόι στο σταθμό τραίνων του Astapovo...

Ο Hoffman, βασισμένος στο βιβλίο του Jay Parini πάνω στις τελευταίες μέρες ζωής του Τολστόι, δίνει τη δική του εκδοχή στο σενάριο, έχοντας την πρόθεση να αναπαραστήσει όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά τα ιστορικά δρώμενα: την ανάγκη του υπέργηρου Τολστόι για ολιγάρκεια και αποξένωση από τα υλικά αγαθά, τα οποία πλέον κατέχει άφθονα, αλλά και την ανάγκη του για ψυχική ηρεμία, καθώς διανύει την τελευταία περίοδο της ζωής του. Το θέμα των συγγραφικών δικαιωμάτων ενός μεγάλου συγγραφέα και κατά πόσον αυτά θα πρέπει να είναι κτήμα του λαού του ή της οικογένειάς του. Την αναμενόμενη αντίδραση του οικογενειακού του περιβάλλοντος και ειδικά της γυναίκας του. Το θέμα της τολστοϊκής κοινότητας. Τις σχέσεις του ηλικιωμένου ζεύγους Τολστόι και της «ενηλικίωσης» του παρθένου Valentin μέσω της σχέσης του με το μέλος της τολστοϊκής Κοινότητας Masha (Kerry Condon). Αγάπη, έρωτας, οικογένεια, ιδεολογία, δολοπλοκίες, συγκρούσεις. πόλεμος νεύρων εντός και εκτός της οικογένειας Τολστόι αποφορτίζονται με ενέσεις χιούμορ, τη συνύπαρξη της ελαφρότητας με το δράμα.
Η επιδιωκόμενη όμως συνθετότητα της ταινίας με την παράλληλη ύπαρξη περισσότερων του ενός σημαντικών θεμάτων αναγκάζουν το θεατή σε μια πολυεστιακή παρακολούθηση, που μοιραία αποβαίνει εις βάρος του κάθε ενός θέματος ή κάποιων θεμάτων.
Απουσιάζουν επίσης σοβαρές αναφορές στο πλούσιο λογοτεχνικό έργο του Τολστόι, ώστε όσοι έχουν αγαπήσει το έργο του να βρίσκονται μπροστά σε μια ταινία που θα μπορούσε να αφηγείται τη ζωή ενός οποιουδήποτε σημαντικού διανοούμενου, φανταστικού ή πραγματικού.

Στα συν της ταινίας είναι οι δυνατές ερμηνείες των Christofer Plummer και Helen Mirren, οι οποίες παίζουν το ρόλο της μοναδικότητας στην ταινία (προτάθηκαν για τη Χρυσή Σφαίρα και για το Οσκαρ Α’ Γυναικείου και Β’ Ανδρικού ρόλου), ενώ οι υπόλοιπες εμφανίζονται κατά κύριο λόγο συντονισμένες και καθοδηγούμενες από τη σκηνοθετική ματιά. Βρίσκονται όμως σ’ ένα πολύ καλό επίπεδο, εδικά του James McAvoy καταφέρνει να ξεχωρίσει.


Πρωτότυπος τίτλος: The last station
Έτος: 2010
Διάρκεια: 112 λεπτά
Σκηνοθέτης: Michael Hoffman
Ηθοποιοί: James McAvoy, Christofer Plummer, Paul Giamatti, Helen Mirren, Anne-Marie Duff, Kerry Condon
Διανομή: Filmopolis


Δημήτρης Παλάζης, Στις αρχές της δεκαετίας του 1910, ο γερασμένος Λέον Τολστόι (Christofer Plummer), ζωντανό σύμβολο της ρωσικής λογοτεχνίας και της Ρωσίας γενικότερα, βρίσκεται στο δίλημμα να κληροδοτήσει τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του με μια νέα διαθήκη στον ρωσικό λαό, όπως τον συμβουλεύει ο καθοδηγητής της τολστοϊκής Κοινότητας Vladimir Chertkov (Paul Giamatti) ή στην οικογένειά του, όπως επίμονα του ζητά η γυναίκα του Σοφία (Helen Mirren).

Ο καινούργιος τρόπος ζωής του Τολστόι, ο οποίος στο τέλος της ζωής του ασπάζεται την ολιγάρκεια και αμφισβητεί τη σημασία και το ρόλο της ατομικής ιδιοκτησίας υλικών αγαθών, θα οδηγήσει σε ομηρικούς καβγάδες με τη γυναίκα του Σοφία.
Ο νεαρός Valentin Bulgakov (James McAvoy), που προσλαμβάνεται ως γραμματέας του Τολστόι μέσω του Chertkov, από τη μια έχει τις οδηγίες του Chertkov να καταγράφει τα πάντα που διαδραματίζονται σε σχέση με το ρόλο της Σοφίας στο θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων και από την άλλη η Σοφία προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον πάρει με το μέρος της. Η ταινία τελειώνει με το θάνατο του Τολστόι στο σταθμό τραίνων του Astapovo...

Ο Hoffman, βασισμένος στο βιβλίο του Jay Parini πάνω στις τελευταίες μέρες ζωής του Τολστόι, δίνει τη δική του εκδοχή στο σενάριο, έχοντας την πρόθεση να αναπαραστήσει όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά τα ιστορικά δρώμενα: την ανάγκη του υπέργηρου Τολστόι για ολιγάρκεια και αποξένωση από τα υλικά αγαθά, τα οποία πλέον κατέχει άφθονα, αλλά και την ανάγκη του για ψυχική ηρεμία, καθώς διανύει την τελευταία περίοδο της ζωής του. Το θέμα των συγγραφικών δικαιωμάτων ενός μεγάλου συγγραφέα και κατά πόσον αυτά θα πρέπει να είναι κτήμα του λαού του ή της οικογένειάς του. Την αναμενόμενη αντίδραση του οικογενειακού του περιβάλλοντος και ειδικά της γυναίκας του. Το θέμα της τολστοϊκής κοινότητας. Τις σχέσεις του ηλικιωμένου ζεύγους Τολστόι και της «ενηλικίωσης» του παρθένου Valentin μέσω της σχέσης του με το μέλος της τολστοϊκής Κοινότητας Masha (Kerry Condon). Αγάπη, έρωτας, οικογένεια, ιδεολογία, δολοπλοκίες, συγκρούσεις. πόλεμος νεύρων εντός και εκτός της οικογένειας Τολστόι αποφορτίζονται με ενέσεις χιούμορ, τη συνύπαρξη της ελαφρότητας με το δράμα.
Η επιδιωκόμενη όμως συνθετότητα της ταινίας με την παράλληλη ύπαρξη περισσότερων του ενός σημαντικών θεμάτων αναγκάζουν το θεατή σε μια πολυεστιακή παρακολούθηση, που μοιραία αποβαίνει εις βάρος του κάθε ενός θέματος ή κάποιων θεμάτων.
Απουσιάζουν επίσης σοβαρές αναφορές στο πλούσιο λογοτεχνικό έργο του Τολστόι, ώστε όσοι έχουν αγαπήσει το έργο του να βρίσκονται μπροστά σε μια ταινία που θα μπορούσε να αφηγείται τη ζωή ενός οποιουδήποτε σημαντικού διανοούμενου, φανταστικού ή πραγματικού.

Στα συν της ταινίας είναι οι δυνατές ερμηνείες των Christofer Plummer και Helen Mirren, οι οποίες παίζουν το ρόλο της μοναδικότητας στην ταινία (προτάθηκαν για τη Χρυσή Σφαίρα και για το Οσκαρ Α’ Γυναικείου και Β’ Ανδρικού ρόλου), ενώ οι υπόλοιπες εμφανίζονται κατά κύριο λόγο συντονισμένες και καθοδηγούμενες από τη σκηνοθετική ματιά. Βρίσκονται όμως σ’ ένα πολύ καλό επίπεδο, εδικά του James McAvoy καταφέρνει να ξεχωρίσει.


Πρωτότυπος τίτλος: The last station
Έτος: 2010
Διάρκεια: 112 λεπτά
Σκηνοθέτης: Michael Hoffman
Ηθοποιοί: James McAvoy, Christofer Plummer, Paul Giamatti, Helen Mirren, Anne-Marie Duff, Kerry Condon
Διανομή: Filmopolis

Δημήτρης Παλάζης, 06/08/2010

Γιον Φόσε, Kαι δεν θα χωρίσουμε ποτέ, σκην. Θεόδωρος Εσπίριτου


«Kαι δεν θα χωρίσουμε ποτέ» είναι μια φράση που επαναλαμβάνει το βασικό γυναικείο πρόσωπο («Εκείνη»), παραπέμποντας περισσότερο στην ανεξίτηλη εγγραφή του βιώματος μιας σχέσης, παρά στην τρέχουσα πραγματικότητα που έχει πάρει το δικό της δρόμο.
Θα μπορούσε να υπάρχει μια ιστορία που να διεκδικεί σαν φόντο τα δρώμενα του Φόσε, αλλά αυτή καταφανώς απουσιάζει.
Τα απογυμνωμένα σκηνικά του Χρήστου Κωνσταντέλλου ωθούν τα τεκταινόμενα στην πιο βίαιη απογυμνωμένη μορφή τους.
Το δράμα παίζεται εντός και όχι μέσω κάποιας ιστορίας, γι’ αυτό η ιστορία απουσιάζει, βρίσκεται στις υποθέσεις του οποιουδήποτε. Υποτυπώδης πλοκή, όπως το ένα πράγμα δίπλα στ’ άλλο. Κυριαρχεί η εσωτερική φυσιογνωμία «Εκείνης», όπως καταφέρνει να τη βγάζει με την εξαιρετική ερμηνεία της η Αντωνία Γιαννούλη.
Οι παλινωδίες της ψυχής γίνονται παλινωδίες των φράσεων που επαναλαμβάνονται με αυτιστικό τρόπο θέλοντας να βεβαιώσουν το αβεβαίωτο, να πείσουν χωρίς να μπορούν να πείσουν. Η πραγματικότητα ‘κάπου έξω’ είναι στέρεη σαν τοίχος. Το σώμα κινείται, παίρνει θέσεις, γνώριμες θέσεις, αλλά το δράμα, όπως είπα, παίζεται εντός, όπου τίποτα δεν μπορεί να παραμείνει κρυφό, όπου επιφάνεια και βάθος ταυτίζονται.
Η αντίληψη του χρόνου αποκτά πλάτος και η μνήμη κυριαρχεί. Το βίωμα είναι παρόν, μαζί με τις εξαρτήσεις του, την απόγνωση, την ανασφάλεια, το φόβο. Εξιλαστήριο θύμα γίνεται ο ίδιος ο άνθρωπος, ο οποίος θυσιάζει το παρόν στην εσωτερική απομόνωση και αυτοεγκλεισμό. Η απουσία βιώνεται και ως απουσία και ως παρουσία. Και τα δυο απαιτούν τον ίδιο χώρο της ψυχής κι αλληλομάχονται. Έρως και θάνατος - παρουσία και απουσία- «Εκείνη» κι «Εκείνος». Η δραματουργική γραφή του Φόσε είναι ανοιχτή σε πολυποίκιλους συμβολισμούς.
Τα γνώριμα αντικείμενα διεκδικούν τον άνθρωπο με την καθημερινότητά τους, και την οικειότητα που προσφέρουν. Η επίκλησή τους όμως ηχεί σπαρακτική ή αδιάφορη. Το ξέρουμε ότι δεν μπορούν να υποκαταστήσουν μια ανθρώπινη απουσία.
Τελικά το δείπνο των ανθρώπων ετοιμάζεται, άλλος το ετοιμάζει, άλλοι το πλησιάζουν για να το γευτούν, όμως τελικά μένει στην ψυχή του καθενός ως ανεκπλήρωτη επιθυμία της ‘κοινωνίας’. Ούτε η επίκληση της φυσικής πείνας τού «Κοριτσιού» αρκεί για να συντελεστεί. Το κρασί μόνο καταναλώνεται, που μαλακώνει τα πάθη της ψυχής.

Kαι δεν θα χωρίσουμε ποτέ Γιον Φόσε

Μετάφραση: Ανδρέας Στάικος και Ειρήνη Τσολακέλλη
Σκηνοθεσία: Θεόδωρος Εσπίριτου
Σύνθεση ήχων - Μουσική: Ορέστης Καμπερίδης
Σκηνικά: Χρήστος Κωνσταντέλλος
Κοστούμια: Έφη Μαραμένου
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Βοηθός Σκηνογράφου: Ευθύμης Γκίνης

Διανομή με σειρά εμφάνισης:
ΕΚΕΙΝΗ: Αντωνία Γιαννούλη
ΕΚΕΙΝΟΣ: Δημήτρης Πλειώνης
ΚΟΡΙΤΣΙ: Νάντια Καβουλάκου

Δημήτρης Παλάζης, 03/08/2010

Βασίλης Μανουσάκης, Μιας σταγόνας χρόνος, εκδ. Πλανόδιον


Είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Βασίλη Μανουσάκη, διδάσκοντος στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, μεταφραστή, επιμελητή και μέλους της συντακτικής ομάδας του ηλεκτρονικού περιοδικού για την ποίηση .poema..
Τα πρώτα ποιήματα της συλλογής: Το πέταγμα του πουλιού, Το πεφταστέρι, Δυο ηλιαχτίδες, Γαλήνη, Το δέντρο εισάγουν τον αναγνώστη στο λυρικό χορό των συναισθημάτων, όπου «το πέταγμα του πουλιού/ αφήνει μόνο ωραίες αναμνήσεις/ Λύτρωση», οι «Δυο ηλιαχτίδες/ μέσα στα μάτια σου/ μου διηγούνται/ τη δική μου ζωή», η Γαλήνη που απλώνεται και τα σκεπάζει όλα, το δέντρο που «αρκεί που σε βλέπει». Μετά τις πρώτες αυτές λυρικές ανάσες, ο ποιητής ανοίγεται στο υπαρξιακό βάθος με τις Διαπιστώσεις, το ‘νεκρό’ Σώμα «σ' ένα ποτάμι νερό, κενό/ φουσκωμένο με ψέματα», στην Εξέλιξη, όπου «κάπου χάνει μια ζωή και δεν θυμάται πια τη ώρα ήταν».
Ποιήματα όπως Ένας αλλιώτικος ήλιος, Το ουράνιο τόξο και οι Εικόνες προσφυγιάς συνομιλούν με θέματα της σύγχρονης πραγματικότητας.
Περισσότερο αυτοαναφορικά είναι τα ποιήματα: Σπίτι χτισμένο με ιδέες, Μέσα στον καθρέφτη, η Bαρύτητα, Το Αίσιο τέλος και Το τέλος του τέλους που κλείνει τη συλλογή.

Κάθε ποίημα του Βασίλη Μανουσάκη έχει κάτι να πει, κλειδώνει το νόημα του με σαφήνεια. Ένας αέρας κλασσικής γραφής διαπερνά τη συλλογή, χωρίς ιδιοτυπίες και τις συνήθεις απόπειρες εντυπωσιασμού που βρίθουν σε πολλούς νέους ποιητές. Μια απαλή ευαισθησία κι ένα νιάσιμο για ό,τι συμβαίνει εντός και εκτός διαπερνούν τη γραφή και δίνουν το χαρακτηριστικό χρώμα που δίνει το στίγμα του ποιητή και τον καθιστά αναγνωρίσιμο.
Η φαινομενική λιτότητα, ο χαμηλότονος υπαινικτικός λόγος, οι υπαρξιακές αναζητήσεις και διαπιστώσεις σε συνδυασμό με την ήπια συναισθηματική φόρτιση διαφεύγουν το σκόπελο της εγκεφαλικής γραφής και γέρνουν τη ζυγαριά προς όφελος μιας 'καθαρής' ποίησης, δηλαδή μιας ποίησης που συνομιλεί με τις πηγές της στη βάση της αισθητικότητας της ίδιας της γραφής της.

Δημήτρης Παλάζης, 15/07/2010

Λένα Καλλέργη, Κήποι στην άμμο, εκδ. Γαβριηλίδη


Με του Κήπους στην άμμο, την πρώτη της ποιητική συλλογή, η γλωσσολόγος Λένα Καλλέργη δίνει τα διαπιστευτήριά της ως ποιήτρια.
Από τη θάλασσα των λέξεων τής έτυχε ο κήπος της ποίησης. Η ποιήτρια-κηπουρός μπορεί να καλλιεργήσει τα λιμάνια της, να φυτέψει και να δώσει μια νέα ζωή στα καράβια της, στα λουλούδια, στον ορίζοντα. Ν’ αφήσει τη θάλασσα να εισέλθει, το χταπόδι να στηρίξει να κλήματα, οι καρδιές των μαρουλιών να κλείσουν κοχύλια. Ένας κήπος στην άμμο διαλέγεται με τη θάλασσα ως κομμάτι της ύπαρξής του μέχρι να ξαναγίνει άμμος.

Θαλασσινός κι ο έρωτας, με το «πρόσωπό του μισό ψάρι», το «δαχτυλίδι (των αρραβώνων) από χορτάρι/ Όταν μαραίνεται να της φτιάχνει καινούριο». Η ποιήτρια κατανοεί το μέγεθός του απ’ την ανάγκη να τον εξυμνήσει, να του γράψει ποιήματα, «ν’ αποτυπώσει τα δάκρυά του σ’ ένα μαξιλάρι από χαρτί». Θέλει να την ταξιδέψει ο έρωτας, να πετάξει μακριά απ’ το δέντρο το σπίτι και τα τετριμμένα. Όμως «όλο ετοιμάζεται, όλο αργεί αυτός ο γάμος».

Χαρακτηριστική είναι η ικανότητα της Λένας Καλλέργη να μετουσιώνει απλά νοήματα, εικόνες, σκέψεις σε εκλεπτυσμένους στίχους γεμάτους χρώματα, συνθέσεις λυρικές που οδηγούν στην αισθητική απόλαυση. Οι λέξεις την παρασέρνουν, αφήνεται να οδηγηθεί απ’ αυτές, έμπειρη οδηγός η ίδια, συλλέγει κατόπιν το φτερωτό υλικό τους, μαθαίνοντας να εκτελεί τη συνταγή ανάμειξης του βιώματος με την θεωρητική γνώση και εμπειρία.

Στη συλλογή περιλαμβάνονται τριάντα δύο ποιήματα που αντικατοπτρίζουν την εξέλιξη της αυτογνωσίας της. Το επίπεδο της γραφής είναι υψηλό και μπορεί να κορυφώνεται σε μοναδικές στιγμές. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι διαφαίνεται μια υποσχόμενη συνέχεια, όταν το βιωματικό υλικό της νεαρής ποιήτριας αυξηθεί και γονιμοποιήσει τη γραφή της με νέο βάθος.


Το φύλο μιας μέρας στο τρένο

Όμορφος που ήσουν
Το πρόσωπό σου μισό ψάρι
Μισό φίδι
Μισό γύπας που μελαγχολεί
Τα μάτια σου ακοίμητες λίμνες
Τα χείλη σου διασταύρωση ορτανσίας και νέγρας
Τα λόγια σου έξω απ’ τα παράθυρα
Μάνταλα
Τα μαλλιά σου καπνός

Ας έπεσα έξω
Στην ώρα άφιξης του έρωτα
Στις καλές μέρες για απόγονους
Και στην τοποθεσία των σταθμών

Ξέρω ότι ήσουν love story
Γιατί σου έγραψα ποιήματα
Κι αναμφίβολα
Η Τετάρτη είναι αγόρι.

Δημήτρης Παλάζης, 30/06/2010

Λευτέρης Πούλιος, Ποιήματα - Επιλογή 1969-1978, εκδ. Κέδρος


Στη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα Επιλογές 1969-1978 του Λευτέρη Πούλιου(1944) περιλαμβάνονται τέσσερις ποιητικές ενότητες που έχουν εκδοθεί παλαιότερα: Ποίηση 1 (1969), Ποίηση 2 (1973), O γυμνός ομιλητής (1977) και Το αλληγορικό σχολείο (1978).
Κατά κύριο λόγο ποιητής της γενιάς του ’70 με παρούσα την πολιτική διάσταση του ποιητικού του λόγου, την ζωντανή και ενεργητική συνειδησιακή συμμετοχή στα τεκταινόμενα της εποχής του που φέρνει στο νου τη γενιά των μπιτ.
Ο λόγος του αντιστέκεται στην ισοπέδωση των αξιών, με την ορμή του δημιουργικού πνεύματος. Είναι καταγγελτικός ,με επαναστατική διάθεση ανατροπής των κατεστημένων και των μηχανισμών τους που μαστίζουν τη χώρα, εμποδίζοντας κάθε υγιή προσπάθεια αντίδρασης, την οποία εξουδετερώνουν με μια ύπουλη διαδικασία οικειοποίησης. Βιώνει επώδυνα ό,τι βιώνουν και οι συνάνθρωποί του, τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής στη σύγχρονη καπιταλιστικής κοινωνία, την αλλοτρίωση, το οικιστικό αλαλούμ της μεγαλούπολης και τα οικολογικά προβλήματα, τη μοναξιά και τον εξοβελισμό των αισθημάτων, η μισερή δικαιοσύνη, η εμπορευματικοποίηση όλων εν τέλει. Για τον Λευτέρη Πούλιο η κοινωνία που ανέχεται ή φοβάται έχει μερίδιο ευθύνης, όπως και οι πρωτεργάτες της αλλοτρίωσης. Κι ο ίδιος ο Θεός έχει ευθύνη όσο δείχνει πως παραμένει αμέτοχος.

Εμφανίζεται στην αρχή με εκτενή ποιήματα, νεανική ζωντάνια, ρητορική διάθεση, επική ανάπτυξη με έντονο το δραματικό στοιχείο. Η ‘ηλετροφόρα’ έμπνευσή του μέσα από μια κατάσταση μέθης και παροξυσμού κατευθύνει ενορατικά τις σκέψεις του προς τα μεγάλα σύγχρονα προβλήματα, τις αλλαγές που συντελούνται, ανοίγοντας το χωνί της γραφής του και στον ευρύτερο κόσμο. Ύφος απελπισμένο, αλλά και φιλεύσπλαχνο, πόθος μεγάλος να μοιραστεί, να επικοινωνήσει, να άρει τη μοναξιά. Μαζί με τους νέους της εποχής του θέλει ν’ απομακρυνθεί απ’ την ψευδεπίγραφη κοινωνία, τη συμβιβασμένη και πληκτική. Να δώσει ένα νέο όνομα κι ένα νέο όραμα στα πράγματα.
Ο Λευτέρης Πούλιος πιστεύει στον ενορατικό και λυτρωτικό ρόλο της ποίησης. Ο ποιητικός σπαραγμός του είναι ένα εκρηκτικό μίγμα προσδοκίας και άρνησης, μια βίαια άρνηση που προκύπτει από την επίγνωση της ανθρώπινης πορείας απανθρώπισης και αναπέμπει σε μια σφοδρή προσδοκία αγνότητας και μυσταγωγικής αγάπης.

Με Το αλληγορικό σχολείο αρχίζει ήδη εμφανίζεται μια στροφή στη γραφή του, μια εσωτερική αναδίπλωση στο προσωπικό είναι, που θα γίνει περισσότερο έκδηλη στις συλλογές που θα ακολουθήσουν. Ο λόγος αποκτά περισσότερη αποσπασματικότητα, ο ρητορικός τόνος πέφτει και η έκταση των ποιημάτων μικραίνει.

ΑΣΜΑ (Ποίηση 1)

Η μηχανή σπάει τις πέτρες σαν κόκαλα μικρού παιδιού
κάποτε συντρίβει τα χέρια του χειριστή πάντοτε
ακολουθεί ένα νόμο.
ο τραγουδιστής Ντύλαν που είχε μια κιθάρα και μια καλύβα
στον Αμαζόνιο έφτυνε στο ποτάμι ακολουθώντας δικό του νόμο
για να χωθεί στα γρανάζια της μηχανής
απ’ την καλύβα και το ποτάμι.
άνοιξε
μία
τρύπα και βούλιαξε μαζί με την κιθάρα
στον Αμαζόνιο ουρλιάζοντας ένα σκοπό αψηφώντας
στα φρεναρίσματα της μηχανής στην αγκαλιά
της πόρνης εκμετάλλευσης
κατέληξε
νικημένος
πια.
το μηχάνημα εξαπέλυσε ένα βλήμα στη σελήνη
αν και θα διαγείρει τις συνειδήσεις των νεκρών.
ο Ντύλαν μπροστά στο χωνί μασούσε χαλίκια
σαν υποταχτικό σκυλί.
γύρω του έσπαγε η κραυγή η πρωτινή του
πάνω σε τζάμια σε γρανάζια σε μάνατζερς
όχι σαν κραυγή που αδυνατεί να τρυπήσει ένα τύμπανο
ή ένα τζάμι, μα σαν οργανισμός από νερό
που πνίγεται στο νερό,
ήρεμα
οργισμένα
και γίνεται ψάρι.
αυτό το χρονικό μιας καλύβας
το ποτάμι ακολουθώντας τον νόμο του το χρήμα σαρώνοντας
τις θελήσεις, μια κοπέλα με παίδευε χθες όλη νύχτα
χτίζαμε έναν πύργο με χάδια το πρωί μας τον γκρέμισαν
ίσως να μην την ξαναδώ, πού θα πάω αλήθεια;
ο Θεός με παιδεύει
ξεκινώντας από ένα σύννεφο κοπριάς μέχρι
το μπρούντζινο άγαλμα του ήρωα
το μυαλό μου είναι θολό από χιλιάδες σαλιγκάρια
κι η παλάμη μου μια εξέδρα καθώς
ταξιδεύει για την Αφροδίτη
ω να ’ξερα να σου μίλαγα, χρόνε,
με διφορούμενα πέδιλα αγώνων σκοτώνοντας νόμους
συμβιβασμούς παραδόσεις ακολουθώντας τον δικό μου νόμο
μα τότε δεν θ’ άξιζα όσο μια μηχανή;

Δημήτρης Παλάζης, 28/06/2010